Ομιλία του Νίκου Ι. Καρμοίρη, ιστορικού – ερευνητή [Η παρακάτω ομιλία εκφωνήθηκε την Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023 στην αίθουσα «Γεώργιος Περδικλώνης» της Πνευματικής Εστίας Σπάρτης, στο πλαίσιο του κύκλου ομιλιών «Προσωπικότητες της Σπάρτης» που διοργανώνει η Π.Ε.Σ.]
Πριν ξεκινήσω θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον Πρόεδρο και τα μέλη του Δ.Σ. της Πνευματικής Εστίας Σπάρτης για την τιμή που μου έκαναν να μου απευθύνουν πρόσκληση για να παραθέσω την εν λόγω ομιλία σε αυτόν εδώ τον σημαντικό πολιτιστικό και πνευματικό χώρο της πόλης μας, που αντιστέκεται στην κουλτούρα του άνου και φέρει το όνομα του Γιώργου Περδικλώνη, και ιδιαιτέρως τον κ. Γιώργο Γιαξόγλου που απετέλεσε τον συνδετικό κρίκο για εμέ και την Εστία.
-------
Αξιότιμοι κ.κ. τοπικοί Άρχοντες,
κ.κ. εκπρόσωποι φορέων,
μέλη της Πνευματικής Εστίας,
αγαπητοί συμπολίτες,
κυρίες και κύριοι,
Μιας και βρισκόμαστε σε αυτόν εδώ τον χώρο, επιστρέψτε μου να αρχίσω έτσι:
με ένα μνημόσυνο σε δύο ανθρώπους που συνέβαλαν ο καθένας με τον τρόπο του –εντός κι εκτός Εστίας– στην διαφύλαξη και ανάδειξη του τοπικού μας πολιτισμού και ιστορίας.
Όταν το 2015 γνώρισα τον Καθηγητή Γιάννη Πίκουλα κι αφού συζητήσαμε για τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα που επικεντρώνονταν στην νεότερη και σύγχρονη ιστορία της Σπάρτης και της Λακεδαίμονος, μού είπε:
«Θα ξεκινήσεις από τον κ. Νίκο Γεωργιάδη. Όλοι οι ερευνητές που ασχολούμαστε με την ιστορία της Σπάρτης, από τον κ. Νίκο ξεκινάμε», και μου εξιστόρησε πως από μια τέτοια δική του επίσκεψη ξεκίνησε η γνωριμία κι η πολυετής φιλία τους. Έτσι, δύο χρόνια αργότερα, όταν αποφάσισα να αναζητήσω στοιχεία για τη ζωή και το έργο του Περδικλώνη, κάποιο πρωί μπήκα στο ιστορικό Φωτογραφείο της οδού Λυκούργου, όπου με υποδέχθηκε με την γνώριμη σε όλους μας αστική του ευγένεια ο αγαπητός μας Νίκος Γεωργιάδης. Και πράγματι, με κατηύθυνε δίνοντας μου κάποια πρώτα σημαντικά στοιχεία, αλλά κυρίως προτείνοντάς μου τα πρόσωπα, τα οποία θα είχαν περισσότερες κι ασφαλέστερες πληροφορίες να μου δώσουν.
Ο Καθηγητής Πίκουλας, είχε δίκιο. Γιατί, πριν η Σπάρτη κατευοδώσει τον Νίκο Γεωργιάδη, κάπως έτσι ξεκινούσαν αρκετές έρευνες που αφορούσαν την πόλη μας.
Αιωνία η μνήμη τους!
-------
Το όνομα Γιώργος Περδικλώνης, θυμάμαι πως, το άκουγα αρκετά συχνά από την παιδική μου ηλικία, δίχως, όμως, να μπορώ να το συνδέσω με κάποια φυσιογνωμία. Άλλωστε, όταν ο Περδικλώνης πέθανε, το 1996, ήμουν τότε περίπου επτά ετών. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε εγκατασταθεί στην περιοχή της Νέας Σμύρνης και οι επισκέψεις του στον γενέθλιο τόπο είχαν περιορισθεί αισθητά.
Έζησε και δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά για πολλά χρόνια στον Καραβά Σπάρτης, το χωριό όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα κι έτσι οι αφηγήσεις και οι μικροϊστορίες των συγχωριανών μου γύρω από το πρόσωπό του μπλέκονταν με το μπαστάρδεμα της μνήμης και την υπερβολή της προφορικότητας, δίνοντας συχνά μυθικές διαστάσεις σε αυτή την εντελώς άγνωστη, προς εμέ, μορφή.
Όσοι τον γνώριζαν τον χαρακτήρισαν πολυπράγμονα, εργατικό, δημιουργικό, δυναμικό, οξυδερκή, ρηξικέλευθο, πρωτοπόρο, «επαναστάτη», ντόμπρο, αυθεντικό, αλλά και πεισματάρη, ευέξαπτο, παρασκηνιακό, αιρετικό, κεφάλι αγύριστο…
Οι αναφορές διέφεραν ανάλογα με την σχέση ή το είδος συναναστροφής που είχε μαζί του ο εκάστοτε φορέας της μνήμης. Όπως και οι ιδιότητές του. Πολιτευτής; Δημοσιογράφος; Τυροκόμος; Έμπορος; Όλα αυτά -ή και περισσότερα- μαζί; Τί ήταν αυτός ο άνθρωπος και γιατί ακόμη τον μελετούσαν; Συχνά, μάλιστα, διακινούνταν οι ίδιες «ιστορίες», συνήθως μικροπαραλλαγμένες, που άγγιζαν τα όρια του αστικού μύθου: η πολυσυζητημένη εργατική εμφάνισή του σε αστικές περιστάσεις, η διακοπή υδροδότησης από τον ίδιο σε ξενοδοχειακή μονάδα ενόσω διατελούσε Αντιδήμαρχος, το πτηνό που είχε φιλοτεχνήσει στο αμάξι του και οι αντικρουόμενες σημασίες που του προσέδιδαν…
Ποιος ήταν, λοιπόν, ο Γεώργιος Περδικλώνης; Τί ρόλο διαδραμάτισε στην σύγχρονη Σπάρτη; Και ποιο, εν τέλει, ήταν το αποτύπωμα που μοιραία άφησε με το σύντομο, αλλά πληθωρικό, πέρασμά του από την τοπική μας κοινωνία;
Γεννήθηκε στη Σπάρτη στις 25 ή 28 Νοεμβρίου 1928, κι ήταν το πρώτο από τα δύο παιδιά του ταβερνιάρη Θεόδωρου Περδικλώνη από το Μυστρά και της Σταματικής Καλαματιανού από την Μάνη.
Τα παιδικά του χρόνια ορίζονται εντός ενός κοινωνικοπολιτικού πλαισίου που επηρέασε την μετέπειτα εξέλιξη και πορεία του. Επρόκειτο για τα χρόνια δημιουργίας και ανασυγκρότησης του Μεσοπολέμου, όταν η Σπάρτη βρέθηκε σε αναπτυξιακή τροχιά λόγω του εργατικού οραματιστή Δημάρχου Ηλία Γκορτσολόγου, αλλά και σε πνευματική και αθλητική άνθιση με βασικότερο εκφραστή της τον Σπαρτιατικό Γ.Σ., τμήμα του οποίου αποτελούσε τότε και η Φιλαρμονική.
Διδάχθηκε τα πρώτα γράμματα στο Β’ Δημοτικό Σχολείο Σπάρτης, όπου εντοπίζεται ως μαθητής της Α’ τάξης στα μαθητολόγια του σχολικού έτους 1935-1936, ενώ τα γυμνασιακά σχολικά χρόνια συνέπεσαν με τη ζοφερή περίοδο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Χαρακτηριστικά, ο συμμαθητής του Δημήτρης Κατσαφάνας μου είχε εξιστορήσει:
«Θυμάμαι, πως […] στην ταράτσα (του Γυμνασίου Αρρένων) κάναμε μάθημα […] κι άκουγα από κάτω τον εκπαιδευτή λοχία να δίνει παραγγέλματα στα παιδάκια που ήταν στρατιώτες για να κάνουν μετακίνηση του όπλου σε στάση προσοχής. Απ’ τη μια μεριά ακούγαμε τον διδάσκοντα, τον Σούπο, και από την άλλη τις φωνές του λοχία, κι εμείς βρισκόμασταν στη μέση! […] Επειδή ήταν κατειλημμένο το σχολείο, την άνοιξη κάναμε μάθημα στο λόφο, εκεί που είναι τώρα το ΞΕΝΙΑ. Τότε δεν υπήρχε το ξενοδοχείο, ήταν μόνο το εκκλησάκι και τα πεύκα. Εκεί, λοιπόν, με τον Ευστράτιο Σούπο κάναμε μάθημα πλάι στο εκκλησάκι, κάτω από τα πεύκα, καθήμενοι στο χώμα. Σε τέτοιες συνθήκες τελειώσαμε το Γυμνάσιο».
Στον στρατό υπηρέτησε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός του Μηχανικού και για βιοποριστικούς λόγους εντάχθηκε στις εθελοντικές ομάδες ναρκαλιειών που έδρασαν στην οροσειρά της Πίνδου, εξασφαλίζοντας έτσι διπλάσιο μισθό και βελτιωμένο συσσίτιο. Στα βουνά της Πίνδου ήρθε σε συναναστροφή με ντόπιους κτηνοτρόφους, από τους οποίους διδάχθηκε την τυροκομική τέχνη, η οποία αργότερα αποτέλεσε την βασική του επαγγελματική ενασχόληση.
Μετά τους πολέμους, με τη σπίθα της νιότης και την όρεξη της δημιουργίας –αξιοποιώντας συγχρόνως και το κενό σε ανθρώπινο δυναμικό που άφησε στην τοπική κοινωνία η μακρά πολεμική θηριωδία– επέλεξε να ασχοληθεί ενεργά με τα κοινά και να συμμετάσχει στην προσπάθεια της κοινωνικής ανοικοδόμησης, βρίσκοντας αρχικό πεδίο δράσης στην αναγέννηση του κλασικού αθλητισμού.
Ήδη από το 1949 σε ηλικία 21 ετών ήταν εκλεγμένο μέλος του Σπαρτιατικού. Σύμφωνα με μαρτυρίες και μεταγενέστερα δημοσιεύματα υπήρξε εκείνος που οραματίστηκε την αναβίωση των πρώτων μεταπολεμικών Παλλακωνικών αγώνων στίβου, οι οποίοι προπολεμικά αποτελούσαν θεσμό για την πόλη της Σπάρτης. Οι αγώνες, πραγματοποιήθηκαν στις 21 Μαΐου 1950 στο Γυμναστήριο του Σπαρτιατικού και παρά τη μικρή συμμετοχή αθλητών και του ελάχιστου διαθέσιμου χρόνου για προπονήσεις και προετοιμασία, κρίθηκαν επιτυχείς, κυρίως λόγω της ψυχολογικής ανάτασης που προσέφεραν στην κοινωνία. Παρά ταύτα στις αρχαιρεσίες που ακολούθησαν ο νεαρός Περδικλώνης, δεν κατάφερε να επανεκλεγεί τακτικό μέλος στο διοικητικό συμβούλιο του Σπαρτιατικού.
Στα τέλη του 1954 μία ομάδα δεκατεσσάρων μελών του Σπαρτιατικού, ανάμεσά τους πρώην κορυφαία μέλη του Δ.Σ., αποσπάσθηκε από τον σύλλογο και μαζί με άλλα ενεργά μέλη της σπαρτιατικής κοινωνίας προχώρησαν στην ίδρυση ενός νέου αθλητικού σωματείου με την ονομασία «Ο Λεωνίδας». Πρωτεργάτης της πρωτοβουλίας ήταν ο Περδικλώνης. Το καλοκαίρι του 1954, είχε κάνει την παρθενική του εμφάνιση στον τοπικό Τύπο δημοσιεύοντας στην εφημερίδα «Λακωνικόν Βήμα» ένα άρθρο σε δύο μέρη με τον τίτλο
«Ο Κλασσικός Αθλητισμός», δίνοντας ουσιαστικά το στίγμα του «Λεωνίδα», όπως το οραματίζονταν οι ιδρυτές του. Το κείμενο δεν αποτελούσε, όμως, μόνον έναν προπομπό της ίδρυσης του νέου σωματείου, αλλά κι ένα αθλητικό μανιφέστο που στόχευε στην αφύπνιση της τοπικής κοινωνίας και την αθλητική ενεργοποίηση των νέων.
Ο «Λεωνίδας» έλαβε νομική υπόσταση τον Ιανουάριο του 1955 και δραστηριοποιήθηκε έως το 1958, πραγματοποιώντας, άλλοτε επιτυχώς κι άλλοτε όχι, διάφορους αγώνες στίβου, με κεντρικούς τα «Λεωνίδεια» που προορίζονταν να καθιερωθούν ως οι ετήσιοι αγώνες του νέου σωματείου.
Όπως, όμως, προκύπτει από την ειδησεογραφία της εποχής, οι αθλητικοί σύλλογοι της Σπάρτης, δεν είχαν ανεπτυγμένη την διάθεση συνεργασίας κι απείχαν παρασάγγας από την ανόρθωση του αθλητισμού, την οποία ευαγγελίζονταν. Παρατηρήθηκε μάλιστα το φαινόμενο ο κάθε σύλλογος να διοργανώνει τους δικούς του αγώνες, στους οποίους σπάνια συμμετείχαν οι υπόλοιποι αστικοί αθλητικοί σύλλογοι. Είχε, επίσης, αναπτυχθεί ιδιαίτερη αντιπαλότητα μεταξύ του Σπαρτιατικού και του «Λεωνίδα», καθώς ο δεύτερος προήλθε από έναν πυρήνα παραγόντων και πρώην αθλητών από τα σπλάχνα του πρώτου, επιχειρώντας μάλιστα, κατά την πρώιμη περίοδό του, να αναλάβει την πρωτοκαθεδρία στον κλασικό αθλητισμό της πόλης, καθώς το τμήμα στίβου του Σπαρτιατικού είχε αδρανήσει. Ο Περδικλώνης, μάλιστα, στα γραπτά του αναφερόμενος στον «Λεωνίδα» τον προσδιόριζε συνήθως ως
«ο καθαρώς κλασσικού αθλητισμού σύλλογος», επιδιώκοντας να επιβάλλει στην αναγνωστική συνείδηση την υπεροχή του «Λεωνίδα» σε αυτό το κομμάτι έναντι των άλλων συλλόγων.
Τη δεκαετία 1949-1959 ο Περδικλώνης καθιερώθηκε στην τοπική κοινωνική συνείδηση ως αθλητικός παράγοντας, πρωταγωνιστώντας στις προσπάθειες ανοικοδόμησης του τοπικού αθλητισμού. Την ίδια περίοδο συμμετείχε δύο φορές ως υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στις εκλογές. Το 1954 με τον συνδυασμό του ιατρού Παναγιώτη Βελίκα –ο οποίος βρισκόταν στην ομάδα των ιδρυτικών μελών του «Λεωνίδα»– και το 1959 με τον συνδυασμό του εκλεγέντος Βενιζέλου Ζερβέα, δίχως να καταφέρει ο ίδιος να εκλεγεί σε καμία από τις δύο περιπτώσεις.
Εκείνη την εποχή, συμμετέχοντας και παρακολουθώντας στενά τα αθλητικά δρώμενα της πόλης, διακρίθηκε και ως αθλητικογράφος στον τοπικό Τύπο. Αρχικά συνεργάστηκε με την εφημερίδα «Σπαρτιατικά Νέα» διατηρώντας τις στήλες
«Τα αθλητικά νέα της εβδομάδος» και
«Φίλαθλα λόγια», και κατόπιν με την νεοϊδρυθείσα εφημερίδα «Ο Ταχυδρόμος της Λακωνίας», αναλαμβάνοντας τη στήλη
«Η Λακωνία και τα σπορ».
Τα χρόνια που ακολούθησαν το ενδιαφέρον του μετατοπίστηκε από τα αθλητικά σε άλλους τομείς, ενώ η παρουσία του στον Τύπο έχει ελαττωθεί. Το Νοέμβριο του 1960 αιτήθηκε την εγγραφή του στον Εμπορικό Σύλλογο Σπάρτης
«ως ασκών το επάγγελμα του τυρεμπόρου», ενώ την ίδια περίπου εποχή είχε αρχίσει να στήνει την δική του τυροκομική μονάδα στον Καραβά Σπάρτης.
Το 1962, όμως, ανέπτυξε μια άκρως δυναμική αρθρογραφία καυτηριάζοντας με παρεμβάσεις και σχόλια τα κακώς κείμενα στα δημοτικά πράγματα. Παρακολουθούσε ως πολίτης –«ο μόνος εκ των Σπαρτιατών», όπως ανέφερε– δια ζώσης τις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου και με τη γραφή του στάθηκε οξύς, αιχμηρός και καταγγελτικός απέναντι στο Δήμαρχο Ζερβέα, αλλά και γενικότερα προς τους τοπικούς Άρχοντες. Η πένα του προκάλεσε τέτοια αντίδραση των δημοτικών Αρχόντων, που το Δημοτικό Συμβούλιο έλαβε παμψηφεί την απόφαση να συνεδριάζει κεκλεισμένων των θυρών, ώστε να τον αποκλείσουν από τις συνεδριάσεις!
«Είναι περισσότερον από βέβαιον ότι την εποχήν αυτήν ο κ. Β. Ζερβέας ως πολιτικός είναι η φθορά από κάθε άποψιν», θα έγγραφε δύο χρόνια αργότερα ο Περδικώνης στον «Ταχυδρόμο».
Ήταν μια περίοδος που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται ένα αντι-Ζερβέα πολιτικό κλίμα και να αναπτύσσεται αρκετά νωρίς μια κινητικότητα στην κοινωνική βάση της πόλης, με στόχο την ενεργοποίηση πολιτών εν όψει των επικείμενων δημοτικών εκλογών. Στα τέλη του ’62, με πρωτοβουλία του Ανδρέα Χιώτη, τότε προέδρου του Σπαρτιατικού, συντελέστηκε μία προοδευτική κίνηση στον τομέα του αθλητισμού, στην οποία ο Περδικλώνης έπαιξε παρασκηνιακό ρόλο. Πρόκειται για την συγχώνευση των ποδοσφαιρικών τμημάτων της Παλλακωνικής Άμιλλας και του Σπαρτιατικού Γ.Σ. από την οποία προέκυψε ο Ποδοσφαιρικός Σύλλογος «Η Σπάρτη», το καταστατικό του οποίου στηρίχθηκε σε χειρόγραφο προσχέδιο του Περδικλώνη.
Πρόεδρος της «Σπάρτης», που από την επόμενη χρονιά θα αγωνιζόταν στην Β’ Εθνική, εκλέχθηκε ο Γιώργος Σαϊνόπουλος. Και μπορεί η συγχώνευση Σπαρτιατικού και Άμιλλας να στηριζόταν εν μέρει σε αγνά, φίλαθλα αισθήματα, παρά ταύτα αποτέλεσε και ένα μέσο κοινωνικοπολιτικών ζυμώσεων της σπαρτιατικής κοινωνίας εν όψει των δημοτικών εκλογών, από τις οποίες αναδείχθηκαν νέες αυτοδιοικητικές δυνάμεις όπως οι Σαϊνόπουλος, Χιώτης και Περδικλώνης που στις εκλογές του 1964 τέθηκαν απέναντι από τον Ζερβέα.
Εκείνη την περίοδο ο Περδικλώνης αποχωρεί από τον «Ταχυδρόμο» και συνεργάζεται με τον «Λακωνικό Κήρυκα» του Χιώτη, διατηρώντας τη στήλη
«Άφοβα λόγια», όμως παραμονές των εκλογών του ’64 επιστρέφει στον «Ταχυδρόμο» ως Υπεύθυνος της εφημερίδας.
Η δημοτική προεκλογική περίοδος του 1964 ήταν εντελώς αμφίρροπη με αυξημένες αντιπαραθέσεις, εντάσεις, έντονο παρασκήνιο, πόλωση, παρεμβάσεις Βουλευτών και σκληρές κόντρες μέσω του Τύπου, ενώ η μάχη του σταυρού χαρακτηρίστηκε πεισματώδης. Το αξίωμα του δημάρχου πλην του Ζερβέα διεκδίκησαν ακόμη οι Β. Βασιλάκης, Γ. Σαϊνόπουλος, Κ. Ιατρού και Αν. Χιώτης.
Ο νέος νόμος προέβλεπε την άμεση εκλογή Δημάρχου με ποσοστό 40%˙ σε αντίθετη περίπτωση οι έδρες θα διανέμονταν αναλογικά σε όσους συνδυασμούς είχαν ξεπεράσει το εκλόγιμο όριο του 10% και η εκλογή Δημάρχου θα γινόταν έμμεσα από το δημοτικό συμβούλιο, ανάμεσα στους επικεφαλής των δύο πρώτων συνδυασμών. Η κάλπη ανέδειξε ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα. Κανείς δεν συγκέντρωσε το απαιτούμενο 40%, και οι τρεις πρώτοι συνδυασμοί των Ζερβέα, Σαϊνόπουλου και Βασιλάκη βρέθηκαν αρκετά κοντά και εξέλεξαν έκαστος από πέντε συμβούλους για τα δεκαπέντε συνολικά δημοτικά έδρανα.
Έτσι η εκλογή δημάρχου θα κρινόταν από τις διαμορφωθείσες δυνάμεις, ανάμεσα στους δύο πρώτους, Ζερβέα και Σαϊνόπουλο, με τον δεύτερο να ήταν ο επικρατέστερος στην κοινή συνείδηση, κυρίως λόγω του αντι-Ζερβέα πολιτικού κλίματος που είχε διαμορφωθεί. Ήδη την επομένη των εκλογών ο Χιώτης, που η λαϊκή ετυμηγορία τον κατέταξε στην τέταρτη θέση, έγγραφε στον τίτλο του κεντρικού θέματος του «Λακωνικού Κήρυκα»:
«Ο Βενιζέλος Ζερβέας έπεσε! Τα 2/3 των ψηφοφόρων του Δήμου Σπαρτιατών ετάχθησαν εναντίον του κατά τας χθεσινάς δημοτικάς εκλογάς. Δήμαρχος εκλέγεται ο κ. Γ. Σαϊνόπουλος».
Το εκλογικό αποτέλεσμα έχρηζε τον Βασιλάκη σε ρόλο ρυθμιστή. Ωστόσο, ένα «σύμφωνο τιμής» μεταξύ Σαϊνόπουλου–Βασιλάκη παραμονή των εκλογών είχε προδικάσει την δημαρχιακή εκλογή, καθώς η συμφωνία προέβλεπε πως εάν ο ένας από τους δύο εκλεγόταν μεταξύ των δύο πρώτων, ο άλλος θα του παρείχε στήριξη στην ψηφοφορία για την δημαρχιακή εκλογή, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα την Προεδρία του Δ.Σ.
Πράγματι στις 23 Αυγούστου κατά την πρώτη συνεδρίαση του νέου Δημοτικού Συμβουλίου, ο Σαϊνόπουλος εκλέχθηκε Δήμαρχος Σπαρτιατών με ψήφους δέκα προς πέντε έναντι του Ζερβέα, με την απόλυτη στήριξη της πτέρυγας Βασιλάκη.
«Ακολούθως ο κ. Σαϊνόπουλος, ακολουθούμενος από τον εκ του νόμου καταλαμβάνοντα την θέσιν του αναπληρωτού δημάρχου κ. Γ. Περδικλώνην και τους συμβούλους του, κατήλθεν εις την εμπορικήν λέσχην, όπου πλήθος συμπολιτών ανέμενον το αποτέλεσμα, και εδέχθη τα συγχαρητήρια φίλων του», έγγραφε ο Χιώτης στον «Λακωνικό Κήρυκα». Μία εβδομάδα αργότερα ακολούθησε η εκλογή Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου, θέση στην οποία εκλέχθηκε παμψηφεί ο Βάσος Βασιλάκης, λαμβάνοντας δέκα ψήφους υπέρ, καθώς από τη διαδικασία απείχε σύσσωμη η παράταξη Ζερβέα.
Κατόπιν αυτής της εξέλιξης ο Ζερβέας και σύμβουλοι της παράταξής του υπέβαλλαν τις παραιτήσεις τους από το αξίωμα τους.
Κατά την δημοτική περίοδο 1964-1967 εφαρμόστηκε για πρώτη φορά ο θεσμός του Αναπληρωτή Δημάρχου που, με την πάροδο των ετών, μετονομάσθηκε κι εξελίχθηκε στον σημερινό θεσμό του Αντιδημάρχου. Ύστερα από την εκλογή του Σαϊνόπουλου στη θέση του Δημάρχου, ο Γιώργος Περδικλώνης, έχοντας πλειοψηφήσει στον συνδυασμό του νεοεκλεγέντος Δημάρχου, ορίσθηκε αυτοδικαίως Αναπληρωτής Δημάρχου, σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα εκλογικό νόμο. Έγινε έτσι ο πρώτος που ανέλαβε τα καθήκοντα του νεοϊδρυθέντα θεσμού στην ιστορία του Δήμου Σπαρτιατών. Ο ίδιος στη λειψή δημοτική περίοδο που ακολούθησε πρωταγωνίστησε στη δημόσια ζωή της πόλης, όντας πιθανότατα σε ένταση και σε διάρκεια η πιο δημιουργική, συγκρουσιακή και πολυδιάστατη περίοδος της δημόσιας παρουσίας του.
Η επιθυμία του για διαφάνεια περί των δημοτικών πραγμάτων, την οποία ο ίδιος επιζητούσε από τους προγενέστερους, τον ώθησε τότε στην έκδοση της δικής του εφημερίδα, την οποία ονόμασε «Τόλμη». Το πρώτο φύλλο κυκλοφόρησε περί τα μέσα Νοεμβρίου 1964 κι εκεί ο Περδικλώνης σημείωνε:
«Η έκδοση αυτής της εφημερίδος δεν γίνεται για να καλύψη το κενό που θα υπήρχε στον τομέα του τύπου στην πόλη μας. Τέτοιο κενό δεν υπάρχει. […] Σκοπός αυτής της εφημερίδος είναι να ενημερώνη τους απανταχού Σπαρτιάτες, με όσες μπορεί περισσότερες λεπτομέρειες, για τα όσα γίνονται στην Πόλη και στο Δήμο Σπαρτιατών. […] Φίλοι πιστοί και αχώριστοι της “Τόλμης” θα είναι η ΑΛΗΘΕΙΑ και το ΔΙΚΑΙΟ για το γενικώτερο καλο. […]».
Στα περίπου τρία χρόνια κυκλοφορίας της, δημοσιεύθηκαν: συνεδριάσεις και αποφάσεις του Δ.Σ., πίνακες οικονομικών δεδομένων, τεχνικά προγράμματα, απολογισμοί δημοτικών οργανισμών, προϋπολογισμοί, γνωματεύσεις επιτροπών, επιγραμματικά μέρος της δημοτικής αλληλογραφίας, και άρθρα ετήσιων απολογισμών πεπραγμένων της δημοτικής Αρχής.
Ουσιαστικά ως Αντιδήμαρχος ο Περδικλώνης, έκανε κάτι που πιθανόν να θεωρείται πρωτοπόρο για τη δημόσια διοίκηση σε κάθε της βαθμίδα. Δημιούργησε ένα μέσο τακτικής λογοδοσίας προς τους δημότες αναφορικά με τα πεπραγμένα της δημοτικής Αρχής στην οποία συμμετείχε, επιχειρώντας εμπράκτως να εμφυσήσει έναν αέρα διαφάνειας στη δημόσια διαχείριση, την οποία ο ίδιος ως πολίτης διεκδικούσε. Επί της ουσίας, επιχείρησε αυτοβούλως, μισόν περίπου αιώνα νωρίτερα, να κάνει αυτό που η Κυβέρνηση Γεωργίου Α. Παπανδρέου (του νεότερου) νομοθέτησε για την ενίσχυση της διαφάνειας με την υποχρεωτική δημοσίευση νόμων και πράξεων των κυβερνητικών, διοικητικών και αυτοδιοικητικών οργάνων, θεσμοθετώντας το 2010 το «Πρόγραμμα Διαύγεια»!
Πέρα όμως από την οπτική της διαφάνειας, η εφημερίδα αποτέλεσε εργαλείο τόσο για τον ίδιο τον εκδότη της, όσο και για την δημοτική Αρχή. Ο Περδικλώνης υπερασπίστηκε θέσεις του Δημοτικού Συμβουλίου, αναλύοντάς τες προς ενημέρωση των δημοτών, παρουσίαζε την εξέλιξη έργων ή δράσεις της δημοτικής Αρχής, και ενίοτε υπερασπιζόταν ή εκθείαζε την προσωπικότητα του Δημάρχου Σαϊνόπουλου, προβάλλοντάς την ως συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι προηγούμενων δημοτικών Αρχών, επιχειρώντας να αναδείξει τη νέα φιλοσοφία που διείπε την δημοτική διαχείριση. Κατά περιπτώσεις η «Τόλμη» ανέπτυξε μία παρεμβατικότητα μέσω άρθρων ή επιστολών προς αξιωματούχους ή αρμόδιες υπηρεσίες επιδιώκοντας την επίλυση ζητημάτων της πόλης που ο εκδότης της θεωρούσε σημαντικά. Παράλληλα ο Περδικλώνης θέλησε να καταστήσει την εφημερίδα του ζωντανό οργανισμό εντός του αστικού ιστού, καταθέτοντας προτάσεις στο δημόσιο διάλογο.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, όχι μόνον δημοσίευσε προσωπικές απόψεις και εισηγήσεις που κατέθετε ως αναπληρωτής Δημάρχου, αλλά δεν δίσταζε να θίξει δημοσίως πρακτικές του Δ.Σ. ή και να καυτηριάσει συμπεριφορές δημοτικών Συμβούλων που συγκρούονταν με τους δικούς του κοινωνικούς κι αξιακούς κώδικες, θεωρώντας πως με τον τρόπο αυτό τηρούσε μια ακριβοδίκαιη στάση έναντι του δημοσίου συμφέροντος. Δημοσίευε τις προσωπικές του θέσεις όχι για λόγους αυτοπροβολής, αλλά διότι, όπως σημείωνε σε κατακλείδα κειμένου:
«και με το ίδιο θάρρος […] δίνουμε στη δημοσιότητα τις απόψεις μας, γιατί υπάρχει και η Ιστορία».
Παράλληλα, διατήρησε αναμμένη τη μαχητική δημοσιογραφική του σπίθα, διερευνώντας και δημοσιεύοντας ειδησεογραφικά, ζητήματα που αφορούσαν την πόλη και πέραν των ορίων των δημοτικών πραγμάτων. Επιχείρησε να αναδείξει παθογένειες της τοπικής κοινωνίας και νοσηρές πρακτικές θεσμικών αξιωματούχων, ενώ συγκρούστηκε σφόδρα με τοπικά συμφέροντα. Η νοοτροπία του αυτή και η τόλμη έκφρασης δημόσιας και αιχμηρής γνώμης καλλιέργησαν ισχυρές αντιπάθειες που άλλοτε εκφράστηκαν με δημόσιες αντιπαραθέσεις μεταξύ εκδοτών έτερων εφημερίδων, κι άλλοτε οδήγησαν ακόμη και σε δικαστικές διαμάχες.
Για προφανείς λόγους δεν θα αναφερθώ αναλυτικότερα στις δύο δίκες κατά τις οποίες βρέθηκε στο εδόλιο με την κατηγορία της δυσφήμισης δια του Τύπου. Θα πω μόνο τα εξής: στην μία είχε αντίδικο έναν επιχειρηματία–ενοικιαστή ξενοδοχείου και στην άλλη έναν ιατρό του νοσοκομείου Σπάρτης. Στην μεν πρώτη έχοντας πίστη στα αληθή των γραφομένων του υπερασπίστηκε μόνος του τον εαυτό του και καταδικάστηκε, ενώ στη δεύτερη –που είχε προκαλέσει τόσο ζωηρό ενδιαφέρον στην τοπική κοινωνία, που χαρακτηρίστηκε από μερίδα πολιτών ως
«Περδικλωνειάδα»– αθωώθηκε πανηγυρικά. Θα αναφέρω μόνο ένα περιστατικό, το οποίο οι παλαιότεροι σίγουρα το θυμούνται, που έχει σχέση με την πρώτη περίπτωση, η οποία αφορούσε οφειλές ύδρευσης ξενοδόχου προς τον Δήμο. Στην προσπάθειά του για «νοικοκύρεμα» του Δήμου ο Περδικλώνης δεν δίστασε να συγκρουστεί μετωπικά. Αφού νωρίτερα οι αρμόδιοι υπάλληλοι που είχε στείλει εκδιώχθηκαν από τον ξενοδόχο, μετέβη ο ίδιος και προχώρησε στην διακοπή της υδροδότησης του ξενοδοχείου!
Η «Τόλμη» κυκλοφόρησε για περίπου τρία χρόνια, κατά την περίοδο της Αντιδημαρχίας του, από το 1964 έως το 1967 και συνολικά εκδόθηκαν έντεκα φύλλα, χωρίς σταθερή περιοδικότητα και χρονική συνέπεια, παρά τον χαρακτηρισμό της ως «διμηνιαία». Η διακοπή της επιβεβαιώνεται από άρθρο του Περδικλώνη στην εφημερίδα «Λακωνικός Κήρυξ», όπου επανεμφανίστηκε ως αρθρογράφος στα τέλη του 1967. Άλλωστε, ο σκοπός έκδοσης της «Τόλμης» είχε εξαλειφθεί μαζί με την ίδια την Δημοκρατία.
Για την οικονομία του χρόνου, δεν θα γίνει αναλυτική αναφορά στα έργα και τις ημέρες της δημοτικής Αρχής κατά την περίοδο της Αντιδημαρχίας του, αλλά θα δοθεί ένα σύντομο στίγμα:
Η πρώτη δημοτική αρχή Σαϊνόπουλου, αφουγκραζόμενη το λαϊκό αίσθημα, ευαγγελίστηκε την εξάλειψη παθογόνων πρακτικών του παρελθόντος και την εφαρμογή νέων ηθών διαχείρισης και διοίκησης, γεγονός που εκφράστηκε κυρίως μέσα από την στάση και το δυναμισμό του Αναπληρωτή Δημάρχου, Περδικλώνη. Ο ίδιος σε επιστολή του προς τον «Εθνικό Φρουρό» απαντώντας σε κριτική που του είχε ασκηθεί λίγο μόλις καιρό μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, σημείωνε: «[…] χρειάζεται μια υπομονή γιατί είναι άνθρωποι οι καινούργιοι άρχοντες της πόλεως και όχι μάγοι». Εστίασε παράλληλα στη βελτίωση της καθημερινότητας και στην υλοποίηση έργων που θα επέλυαν χρονίζοντα προβλήματα της Σπάρτης και των συνοικισμών, καθώς και στον εκσυγχρονισμό δημοτικών θεσμών.
Όμως, σε δύο περιπτώσεις κατά την τριετία εκείνη, το δημοτικό συμβούλιο ήρθε αντιμέτωπο με την νεότερη και σύγχρονη ιστορία της πόλης.
Τον Νοέμβριο του 1964 ο Δήμαρχος Σαϊνόπουλος εισηγήθηκε την καθιέρωση ετήσιου μνημοσύνου για τους «118» εκτελεσθέντες υπό των γερμανικών στρατευμάτων στο Μονοδένδρι. Το Δ.Σ. αποφάσισε θετικά, όμως, όπως φάνηκε, η πρωτοβουλία αυτή υπήρξε χρονικά πρώιμη. Οι αγνές προθέσεις του Δημοτικού Συμβουλίου σκόνταψαν τόσο στις αντιδράσεις της κρατικής μηχανής, όσο και σε μερίδα πολιτών. Η Νομαρχία Λακωνίας ακύρωσε την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και η Διοίκηση της Χωροφυλακής απαγόρευσε την τέλεση του μνημόσυνου! Υπό το βάρος των εξελίξεων το Δημοτικό Συμβούλιο συνεδρίασε αποδεχόμενο κατά πλειοψηφία την εισήγηση του Δημάρχου περί αναβολής του μνημοσύνου
«δι’ ευθετώτερον και καταλληλότερον χρόνον». Ο Σαϊνόπουλος τότε βρέθηκε ανάμεσα σε συμπληγάδες κι ο Περιδκλώνης με τον λόγο και την δημόσια στάση του πρόταξε εαυτόν ως ασπίδα προ του Δημάρχου.
Λίγους μήνες αργότερα, ξεκίνησε μια μακρά και πολυετής συζήτηση για την αναζήτηση κατάλληλου χώρου προς οικοδόμηση νέου δικαστικού μεγάρου. Τότε προκρίθηκε ως αρχική λύση η κατεδάφιση του παλαιού πρωτοδικείου και η ανέγερση του νέου κτηρίου στο πάρκο Ευαγγελιστρίας. Σε αυτή την περίπτωση ο Περδικλώνης συγκρούστηκε τόσο με τον Δήμαρχο Σαϊνόπουλο, όσο και με τον Πρόεδρο Βασιλάκη. Όταν εν τέλει το Δημοτικό Συμβούλιο έλαβε την οριστική του απόφαση, τον Φεβρουάριο του 1967, ο Πρόεδρος του Δ.Σ., Βάσος Βασιλάκης, επανέφερε το ζήτημα της κατεδάφισης του παλαιού Δικαστικού Μεγάρου. Ο Περιδκλώνης εναντιώθηκε ξανά ως εξής:
«Θεωρώ ότι ο χώρος του Δημοτικού Πάρκου δεν πρέπει κατ’ ουδένα τρόπον να θιγή, είτε δια παραχωρήσεως χώρου δια την ανέγερσιν του νέου Δικαστικού Μεγάρου είτε δια της κατεδαφίσεως του υπάρχοντος και της ανεγέρσεως εις την ιδίαν θέσιν νέου, το οποίον θα γίνη οπωσδήποτε ογκοδέστερον και ακόμη, διότι το Δημοτικόν πάρκον είναι ο μόνος κοινόχρηστος χώρος πρασίνου όστις έχει απομείνει εντός του σχεδίου της πολεως, ώστε περιορισμός αυτού του χώρου θα πρέπει να θεωρηθή τελείως άστοχος. Αλλ’ έτι πλέον διότι το υπάρχον κτίριον του Δικαστικού Μεγάρου λόγω του ότι είναι το πρώτον δημόσιον κτίριον της πόλεως δύναται διατηρούμενον να συνυπάρξη με το περιβάλλον του πάρκου παραχωρούμενον εις τον Δήμον και μετατρεπόμενον εις Λαογραφικόν Μουσείον και εις Στέγην εκάστης Πνευματικής κινήσεως εις την πόλιν».
Εν τέλει, οι παρεμβάσεις και η γενικότερη στάση του υπέρ της διαφύλαξης της δημοτικής περιουσίας, απέτρεψε τη δημοτική Αρχή από το να χρεωθεί ένα αρχιτεκτονικό έγκλημα –όπως αρκετά που συντελέστηκαν εις βάρος της αισθητικής και της ιστορίας της σύγχρονης πόλης στην πάροδο των χρόνων–, διασώζοντας ένα κτίριο τεράστιας ιστορικής σημασίας όχι μόνον για την Σπάρτη, αλλά και συνολικά για τη χώρα, καθώς το κτίριο του παλαιού Πρωτοδικείου αποτελεί το πρώτο δημόσιο κτίριο της Λακωνίας και ένα από τα πρώτα της Ελλάδας.
Η δημοτική Αρχή διατηρήθηκε στο πηδάλιο του Δήμου ως τις αρχές Σεπτεμβρίου του ’67, όταν και αντικαταστάθηκε από διορισμένο επταμελές Δημοτικό Συμβούλιο υπό τη δημαρχία του Γεωργίου Λιναρδάκη. Αξιοσημείωτο ήταν πως οι αιρετοί δημοτικοί Άρχοντες πληροφορήθηκαν την παύση και την αντικατάστασή τους από τον Τύπο και τις συζητήσεις στα καφενεία! Σε αναφορά του προς τον Νομάρχη στις 12-9-1967 ο Περδικλώνης, με την τόλμη που τον διέκρινε, έγγραφε σχετικά:
«Αυτός ο τρόπος κάθε άλλο παρά απόλυσιν εσήμαινε. Το μόνον το οποίον εσήμαινε ήτο: αποπομπή».
Στην παράλληλη διαδρομή του στον Εμπορικό Σύλλογο Σπάρτης διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. από το 1963 έως το 1977, κατέχοντας την θέση του Ταμία έως το 1972 και κατόπιν του Αντιπροέδρου έως το 1975.
Με την γενική παρουσία του φρόντιζε να δικαιώνει τους εμπόρους που τον στήριζαν, καθώς υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριο μέλος στο Δ.Σ., λαμβάνοντας μέρος σε επιτροπές, καταθέτοντας προτάσεις, δίνοντας «σολομώντειες» λύσεις σε περιπτώσεις που ανέκυπταν δύσκολα ζητήματα, αλλά ακόμη και καταθέτοντας δωρεές. Εκείνο, όμως, που τον καθιέρωσε στη συνείδηση του εμπορικού κόσμου ήταν τιμιότητα, η διαφάνεια και η σύνεση με την οποία διαχειριζόταν, ως Ταμίας, τα οικονομικά δεδομένα του Εμπορικού Συλλόγου, προβαίνοντας σε λεπτομερέστατες παρουσιάσεις των οικονομικών στοιχείων κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων των αρμόδιων οργάνων.
Η κατάλυση της Δημοκρατίας και η εγκαθίδρυση της δικτατορίας, βρήκαν τον Περδικλώνη στην πιο δημιουργική περίοδο της ζωής του, ανακόπτοντας την δυναμική του δράση και την πορεία της εξέλιξής του. Κατά την «επταετία» περιόρισε αισθητά την δημόσια παρουσία και αρθρογραφία του.
Ανέπτυξε, ωστόσο, μια αντικαθεστωτική δράση στον Εμπορικό Σύλλογο, καθώς, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, παρασκηνιακά προσπάθησε –και εν τέλει κατάφερε– να αποσυντονίσει και να αδρανοποιήσει τον Εμπορικό Σύλλογο, ώστε να μην αντικατασταθούν τα εκλεγμένα συμβούλιά του από διορισμένα, και μετατραπεί ο σύλλογος σε ένα ακόμα όργανο της χούντας. Πράγματι επί δικτατορίας, ο άλλοτε δραστήριος Εμπορικός Σύλλογος, υπολειτουργούσε, όπως μαρτυρά και το γεγονός πως σε ολόκληρη την «επταετία» καταγράφηκαν μόνον επτά πρακτικά συνεδριάσεων του διοικητικού του συμβουλίου!
Ύστερα από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας ο Περδικλώνης επανήλθε ως Αντιπρόεδρος στο Δημοτικό Συμβούλιο Σπαρτιατών, το οποίο διορίστηκε υπό τη δημαρχία του Πρωτοδίκη, Ανδρέα Μαρκάκη, από την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Η θητεία του μεταβατικού συμβουλίου διήρκησε από τον Οκτώβριο του 1974 έως τον Μάιο του 1975 και σε αυτό συμμετείχαν, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι σύμβουλοι που συγκροτούσαν το Δ.Σ. μετά τις εκλογές του 1964.
Στις δημοτικές εκλογές του 1975 και του 1978, πολιτεύθηκε ως υποψήφιος Δήμαρχος Σπαρτιατών, απέναντι από τον άλλοτε στενό του συνεργάτη Γεώργιο Σαϊνόπουλο, στον οποίο άσκησε σκληρή προεκλογική κριτική. Παρ’ όλο που έλαβε και στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις ποσοστό μεγαλύτερο του 22%, κατετάγη τρίτος και –σύμφωνα με την τότε νομοθεσία– έμεινε εκτός της κατανομής εδρών.
Μετά την δεύτερη αποτυχία του στις δημοτικές εκλογές αποσύρθηκε από την τοπική πολιτική σκηνή, και εμφανώς πικραμένος από τα αποτελέσματα, μεταδημότευσε τον Ιανουάριο του 1979 στο Δήμο Νέας Σμύρνης, τόπο κατοικίας της συζύγου του. Από τότε κι εξής η δημόσια παρουσία του στη Σπάρτη περιορίστηκε κυρίως σε κοινωνικές ή πολιτιστικές δραστηριότητες, συμμετέχοντας ή ενισχύοντας αφανώς δράσεις συλλόγων, ενώ η παρουσία του στον Τύπο ελαχιστοποιήθηκε.
Εκείνη την εποχή φαίνεται πως τον απασχολούσε περισσότερο ο τοπικός πολιτισμός. Παρακολουθούσε τις εκδηλώσεις της Πνευματικής Εστίας, αγκάλιασε την πρωτοβουλία της «Υπαιθρίου Ζωής» περί της διοργάνωσης των Δ’ Χαιρετισμών στο Βυζαντινό Μυστρά, την οποία χρηματοδοτούσε, και βοήθησε με την ενεργό συμμετοχή του τους νέους του Καραβά στην οργάνωση του νεοσύστατου Πολιτιστικού Συλλόγου. Αξίζει να αναφερθεί, πως ο Περδικλώνης ήταν εκείνος που πρότεινε στον Σύλλογο να χρησιμοποιήσει ως έμβλημά του το Γεφύρι του Κόπανου, το οποίο μετά από αρκετά χρόνια ανέδειξε με μια σειρά δράσεων ο Πολιτιστικός Σύλλογος Καραβά.
Το 1988 προανήγγειλε την επανέκδοση της Τόλμης ως μέσου στήριξης και προβολής των πολιτιστικών αξιών. Παρ’ όλ’ αυτά δεν προκύπτει από την έρευνα πως προχώρησε στην έκδοση κάποιου φύλλου.
Οδεύοντας προς το τέλος θα ήθελα να αναφερθώ σε μερικά στοιχεία που σκιαγραφούν την ακεραιότητα και την ιδιαιτερότητα της προσωπικότητάς του.
Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, η «Τόλμη» αν και χαρακτηριζόταν δίμηνη εφημερίδα, δεν κυκλοφόρησε με χρονική και περιοδική συνέπεια. Ο τρόπος με τον οποίο ο Περδικλώνης διαχειρίστηκε την αντιστοιχία συνδρομής και περιοδικότητας της εφημερίδας του, αποτέλεσε ένα στοιχείο που αποδείκνυε την τιμιότητα και τη φιλοτιμία του. Σε κάποιο εκδοτικό του σημείωμα αποσαφήνιζε:
«η ετήσια συνδρομή της “Τόλμης” δεν καθορίζεται από τη χρονική διάρκεια αλλά από τον αριθμό των φύλλων. Η εικοσάδραχμη συνδρομή θα καλύπτει έξη φύλλα της εφημερίδος, που η χρονική διάρκεια για την κυκλοφορία τους δυνατόν να μη συμπίπτη με τη διάρκεια ενός ημερολογιακού χρόνου».
Συνήθιζε, επίσης, μαζί με τις προτάσεις που κατά καιρούς υπέβαλε, να καταθέτει και χρήματα για την υλοποίησή τους. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα της πρότασης του προς τον Εμπορικό Σύλλογο περί φιλοτέχνησης και τοποθέτησης προτομής του Γκορτσολογου στην πόλη της Σπάρτης, όπου ο ίδιος προσέφερε ως πρώτη συμβολική δωρεά 1.000 δραχμές προς το σκοπό αυτό.
Ένα στοιχείο για το οποίο αρκετοί τον θυμούνται αποτελούσε η εμφάνισή του. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από συνέντευξη με τον κ. Βασίλη Τζαβιδόπουλο, ο οποίος μου είπε:
«Ο Περδικλώνης ήθελε να δείξει και να αναδείξει τη θέση του εργαζόμενου. Τότε πήγαιναν όλοι οι κύριοι της Σπάρτης στη Λέσχη, που ήταν το κέντρο της πόλης, με τη γραβάτα, καλοντυμένοι. Ο Περδικλώνης πήγαινε με τα ρούχα της δουλειάς από το τυροκομειό. Ήταν φίλος με τον πεθερό μου και του έλεγε: “Ρε Γιώργη, μην πας έτσι στη Λέσχη”. Εκείνος επέμενε και πήγαινε με τα ρούχα της δουλειάς που μύριζαν τυρόγαλα και καθόταν να πιει τον καφέ του. Ακόμη κι ο Γιώργης Μαύρακας, ο κοσμήτορας της Λέσχης, που ήταν λίγο ιδιότροπος δεν του έλεγε τίποτε. Τα έλεγε, βέβαια, στον πεθερό μου που ήταν φίλοι για να του τα πει! Ήταν επαναστάτης˙ πολεμούσε, δηλαδή το κατεστημένο με αυτόν τον τρόπο. Πολλοί νέοι τότε αυτή την συμπεριφορά την θεωρούσαν καλή. Έλεγαν “έσπασε πια το κατεστημένο. Μόνον με γραβάτες θα πηγαίνουμε στη Λέσχη;”».
Το θέμα της ενδυμασίας του –όπως ο ίδιος είχε αναφέρει σε άρθρο του– είχε αποτελέσει και δικαιολογία ενός από τους δημοτικούς Συμβούλους για τον αποκλεισμό του από το Δ.Σ. του 1962. Η αλήθεια είναι πως την άρχουσα τάξη της εποχής ενοχλούσε πως
«ένας Περδικλώνης» προερχόμενος από την εργατική τάξη είχε ανέλθει σε ένα εκ των υψηλότερων αξιωμάτων στο Δήμο.
Στις δίκες, κάποιοι από τους μάρτυρες κατηγορίας αναφέρθηκαν υποτιμητικά στο επάγγελμά του. Ομοίως και κάποιοι εκ των εκδοτών σε άρθρα τους, κατά τις δια του Τύπου συγκρούσεις τους.
Αντίστοιχα την ίδια εποχή, ο Ζερβέας είχε πει:
«αλοίμονο αν ο καθένας Περδικλώνης σηκώνει κεφάλι», χαρακτηρίζοντας τις ενέργειές του
«συνοδοιπορούσες με τις προθέσεις των κομμουνιστών, που έχουν σαν αρχή τους να σπιλώνουν την κοινωνική ανωτερότητα οικογενειών, που αποτελούν εκλεκτά μέλη της κοινωνίας».
Ο Περδικλώνης σε ένα απόσπασμα στο πρώτο φύλλο της εφημερίδας του ανέφερε για τον ίδιο:
«Ο Γεώργιος Θ. Περδικλώνης γνωρίζει πολύ καλά ότι υπάρχει μια μερίδα ανθρώπων που δεν τον “χωνεύει” όπως λέμε. Είναι γι’ αυτόν γνωστή η αιτία. Αυτό, όμως, δεν πρόκειται να τον εμποδίση σε τίποτα, για να προσφέρη τις υπηρεσίες του, από την θέση που τον έταξε ο κυρίαρχος Λαός, στην πόλη της Σπάρτης και στο νέο Δήμαρχο, το φίλο. Γνωρίζει ακόμη, ότι οι άνθρωποι που δεν τον “χωνεύουν” δεν θα τον “χωνέψουν” ποτέ. Αλλά και αυτοί ας ξέρουν ότι δε θα μπορέσουν και να τον “φάνε”. Και ας ξέρουν, επίσης, ότι καθόλου δεν τον ενδιαφέρει η παρουσία και η ύπαρξη αυτών των ανθρώπων. Ούτε ασχολήθηκε, ούτε θα ασχοληθή ποτέ με την ύπαρξή τους. Για το Γ. Θ. Περδικλώνη νόημα έχει μόνο η ύπαρξη του κόσμου, που απ’ αυτόν προήλθε και σε αυτόν ανήκει. Από τον κόσμο του τίμιου ιδρώτος και της σκληρής βιοπάλης και των αγνών και καθαρών προθέσεων θέλει να εκτιμάται. Γιατί και αυτός αυτόν τον κόσμο εκτιμά. Των άλλων, που δεν τον “χωνεύουν”, την εκτίμηση ούτε την επιδιώκει ούτε θα την επιδιώξη ποτέ. Και ούτε ποτέ θα διστάση να πληρώση τους λογαριασμούς που θα του ανοίξουν…».
Η πένα του, όμως, δεν ήταν μονάχα αιχμηρή. Αρκετές φορές χαρακτηριζόταν από μια λογοτεχνική ροπή και υποδήλωνε έναν άνθρωπο με έντονες πνευματικές αναζητήσεις. Η στάση του απέναντι στη ζωή ήταν δωρική, αποτέλεσμα της φιλοσοφικής προσέγγισης και σχέσης του με τον θάνατο. Γράφει σε ένα άρθρο του το 1968:
«Ακριβώς δεν ξέρω πως! Μια εσώτερη θέση μ’ έχει κάπως διαφορετικά, από πολλούς ανθρώπους, τοποθετήσει απέναντι στο θάνατο. Πως μου συμβαίνει αυτό δεν μπόρεσα ποτέ με ακρίβεια και απόλυτα να εξηγήσω. Κάθε φορά που νόμιζα πως κάποια εξήγηση εύρισκα, δεν αργούσα να μετατοπισθώ, γιατί κάτι δεν εύρισκα απόλυτα δικαιολογημένο.Για ένα όμως δεν μετατοπίστηκε ποτέ η θέση μου: Για το ότι ο θάνατος δεν είναι παρά το πιο φυσικό από τα φαινόμενα της ζωής. Αυτό, νομίζω, πως το δέχονται όλοι οι άνθρωποι. Η διαφορά μου βρίσκεται στο ότι: κατά τρόπο απαρασάλευτο πιστεύω, πως ο άνθρωπος πρέπει να στέκεται με απάθεια μπρος στο φαινόμενο του θανάτου, είτε όταν το σκέπτεται, είτε όταν το ατενίζει, είτε όταν το περιμένει να ρθη, αδιάφορο αν αφορά τον ίδιον ή άλλον· και ακόμη, στο ότι δεν πρέπει ο άνθρωπος να θεωρή τον θάνατο σαν τον πιο μεγάλο, τον πιο μαύρο, τον πιο απαίσιο εχθρό· ούτε πάλι να τον θεωρή φίλο και να τον επιδιώκη σαν μέσο λυτρώσεως, επειδή βρέθηκε σε δύσκολες ή δυσάρεστες στιγμές στη ζωή. Ούτε το ένα ούτε το άλλο να συμβαίνη πρέπει.Και το μόνο που πρέπει είναι: ο άνθρωπος να αδιαφορή για την έλευση του θανάτου. Να τον ενδιαφέρη η ζωή. Και να είναι έτοιμος να αντιμετωπίση τον θάνατο όπως αντιμετωπίζει ένα ταξείδι. Ή ακριβέστερα, όπως αντιμετωπίζει το στρώσιμο του κρεββατιού για τον ύπνο».
Με ύφος «καζαντζακικό», στο τελευταίο χειρόγραφό του προς την σύζυγό του, με τίτλο
«ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΙΣ προς την Αγαπημένη μου Γυναίκα», έγγραφε:
«Μόλις ο κύκλος μου κλείσει δεν θέλω θλίψη και οδυρμό. Θέλω δύναμη και πίστη στην Ύπαρξη. Γιατί και εγώ πιστεύω πως θα συνεχίσω να Υπάρχω.Η αναχώρησή μου από αυτό τον κόσμο δεν θέλω καθόλου –μα καθόλου– να γίνει κοινωνικό γεγονός. Θέλω να αποτελέσει ένα γεγονός σε αυστηρά στενότατο οικογενειακό κύκλο. Και μόνο της Αθήνας. Κανείς να μην ειδοποιηθεί να ταξειδέψει. Το γεγονός για τους μακριά από την Αθήνα συγγενείς και φίλους να γνωστοποιηθεί μετά από λίγες μέρες.Στην εδώ Ύπαρξή μου δέχτηκα τον Χριστό σαν τον πιο ΕΙΡΗΝΙΚΟ Κοινωνικό Μετασχηματιστή. Γι’ αυτό αισθανόμουνα ικανοποίηση που είμουνα Χριστιανός. Και θα με ικανοποιήσει αν με συνοδεύσουν στην αναχώρησή μου 12 άνθρωποι, όσοι και οι μαθητές του Χριστού.Η ανάλογη ακολουθία στην εκκλησία να είναι τελείως λιτή. Ένας παπάς. Ένας ψάλτης. Κανένα στεφάνι. Και μεταφορικό κρεββάτι μέσης κατηγορίας. Όχι προγράμματα. Όχι ανακοινώσεις σε εφημερίδες. Και γενικά τίποτα το εντυπωσιακό. Καμία άλλη τελετή και ποτέ να μη γίνει (μνημόσυνα κλπ). Μόνο για τη δική σου ανακούφιση ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΜΟΥ να κάνεις όσο θα μπορείς λιγότερα τρισάγια, πάνω στην καινούργια μου κατοικία. Που και αυτή, Σε παρακαλώ, να είναι λιτή, με τίποτα το εντυπωσιακό. Να μην ξεχνάς ότι απεχθάνομαι την μαυροφορία για το πένθος και την απάρνηση. Γι’ αυτό γρήγορα να πράξεις ανάλογα.Όσο μπορείς, ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ, να στέλνεις και να πληρώνεις στο Δήμο Σπαρτιατών τα ετήσια τέλη του οικογενειακού τάφου, ώστε να συνεχίσει να υπάρχει. Επίσης να αναθέσεις σε κάποιον να τον ευπρεπίζει κάπου-κάπου.Να φροντίσεις σύντομα να πάρεις τη σύνταξη που δικαιούσαι από το Τ.Ε.Β.Ε. Και να στέλνεις το δώρο του Πάσχα στην Υπαίθριο Ζωή Σπάρτης για βοήθεια για την οργάνωση των Δ’ Χαιρετισμών. Για πάντα Μόνο Δικός Σου ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ Γιώργοςέγραψα 20.9.95 στο σπίτι στη Νέα Σμύρνη».
Ο Γιώργος Περδικλώνης απεβίωσε τον Δεκέμβριο του 1996 στη Νέα Σμύρνη σε ηλικία 68 ετών και κηδεύτηκε όπως ακριβώς επιθυμούσε. Λιτά. Η είδηση του θανάτου του αναγγέλθηκε με καθυστέρηση αρκετών ημερών στην γενέτειρά του, μέσω της εφημερίδας «Λακωνικός Τύπος».
Στις αρχές της νέας χιλιετίας, η σύζυγός του, Ζαζά Περδικλώνη, πραγματοποίησε μια σημαντική δωρεά προς την Π.Ε.Σ. συμβάλλοντας στην δημιουργία του χώρου όπου βρισκόμαστε σήμερα. Για αυτό κι αίθουσα αυτή φέρει το όνομα «Γεώργιος Περδικλώνης».
Ωστόσο για τον σύγχρονο Σπαρτιάτη, η προσωπικότητα και το έργο του, παραμένουν άγνωστα, ή περιορίζονται σε κάποιους «αστικούς μύθους» γύρω από την δράση του.
Παρ’ όλο που αποτέλεσε μια πληθωρική προσωπικότητα με πολυσχιδή δράση, δραστηριοποιούμενος σε διάφορες εκφάνσεις του κοινωνικού στίβου της Σπάρτης, ο ίδιος είχε επιλέξει –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων– να αποφύγει την προβολή της δραστηριότητάς του αυτής. Έτσι το αποτύπωμά του στην εξέλιξη των τοπικών πραγμάτων, ξεθώριασε με τον χρόνο…
Ακόμη και φωτογραφική του απεικόνιση, δυσκολεύτηκα αρκετά να βρω!
Συμπερασματικά, η δραστηριότητα του στηρίχθηκε σε έναν προσωπικό, ηθικό και αξιακό κώδικα που εκφράστηκε αυτολεξεί με τη λέξη «τόλμη», ονομασία με την οποία βάφτισε την εφημερίδα του, και περιφραστικά με τη φράση «για την επικράτηση του σωστού, του τίμιου και του δίκαιου», που μεταπολιτευτικά κυριάρχησε ως το σύνθημα των προεκλογικών του αγώνων.
-----
Ως κατακλείδα επιτρέψτε μου ένα ακόμα μνημόσυνο:
Η Ζαζά Περδικλώνη (βαπτιστικό όνομα Αναστασία) του Αθανασίου Γαληγάλη και της Ευαγγελίας, γεννήθηκε στο Μοσχάτο τον Ιούνιο του 1930. Από νεαρή ηλικία ανέπτυξε καλλιτεχνικές κλίσεις κι ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με την ζωγραφική και το τραγούδι. Υπήρξε μέλος της «Χορωδίας Ελληνίδων» του Σπαρτιάτη μαέστρου Αλέκου Παναγιωτόπουλου, με την οποία, μάλιστα, συμμετείχε στην φωνογράφηση τραγουδιών –σε μουσική Παναγιωτόπουλου– σε δίσκους του Νίκου Γούναρη, περί τα μέσα της δεκαετίας του ’50.
Η πρώτη της γνωριμία με την Σπάρτη έγινε την άνοιξη του 1952 όταν, ως μέλος της Χορωδίας του Αλ. Παναγιωτόπουλου, έλαβε μέρος σε μία συναυλία στην λακωνική πρωτεύουσα. Τότε γνώρισε και τον μετέπειτα σύζυγό της Γιώργο Περδικλώνη, με τον οποίο ανέπτυξαν και διατήρησαν για χρόνια επικοινωνία δια αλληλογραφίας.
Εργάστηκε ως υπάλληλος της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος στην Αθήνα. Παντρεύτηκε τον Γιώργο Περδικλώνη τον Δεκέμβριο του 1975, με τον οποίο έζησαν μαζί έως τον θάνατό του.
Την συνάντησα για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2017, στο πλαίσιο της έρευνάς μου. Με υποδέχτηκε με μια πλατιά αγκαλιά, μου αφηγήθηκε ιστορίες –ανεκτίμητες ως προφορικές μαρτυρίες–, μου δώρισε το αρχείο της «Τόλμης», και μου εμπιστεύτηκε φωτογραφικό και αρχειακό υλικό από το οικογενειακό αρχείο για τις ανάγκες της ερευνητικής διαδικασίας. Θυμάμαι την αγωνία της για την εξέλιξη της έρευνας και την χαρά της όταν, τον Ιούλιο του 2020, της παρέδωσα ένα αντίτυπο της μεταπτυχιακής μου διατριβής που πραγματευόταν το βίο και την πολιτεία του Γ. Περδικλώνη.
Αναπτύξαμε μια σχέση εφάμιλλη γιαγιάς–εγγονού και την επισκεπτόμουν συχνά, ώσπου η πανδημία αραίωσε αυτές τις επισκέψεις. Τους τελευταίους μήνες την αναζητούσαμε, φίλοι και συγχωριανοί.
Τον Ιανουάριο πληροφορήθηκα πως είχε αποβιώσει λίγο καιρό πριν, τον Νοέμβριο του 2022, στο σπίτι της στη Νέα Σμύρνη σε ηλικία 92 ετών.
Της χρωστάω μια υπόσχεση: Πως όσα έχω συλλέξει κι έχω γράψει για τον Περδικλώνη, θα εκδοθούν σύντομα σε ένα βιβλίο…
-----
Βιβλιογραφία:• Νίκος Ι. Καρμοίρης,
«Γεώργιος Θ. Περδικλώνης (1928-1996): Μία προσωπογραφία από τη μεταπολεμική Σπάρτη έως την κατάλυση της Δημοκρατίας», Διατριβή Μεταπτυχιακής Ειδίκευσης, Καλαμάτα 2020.
| βλ:
https://amitos.library.uop.gr/xmlui/handle/123456789/5628• Αρχείο Γεωργίου Περδικλώνη