Αφιέρωμα: Καλοκαίρια δίχως παγωτό από τον «Παναγιώτη»;
26/09/2021
- αφιέρωμα στο θρυλικό φαστ φουντ της πόλης -
[οι σύγχρονες γενιές της Σπάρτης είχαν συνδυάσει το πρώτο παγωτό της χρονιάς με τον «Παναγιώτη»!]
επιμέλεια: Νίκος Ι. Καρμοίρης
Οδός Λυκούργου, αριθμός 132. Εκεί βρισκόταν το θρυλικό φαστφουντάδικο του Παναγιώτη Βαρβιτσιώτη.
Μπορώ να περιγράψω τον χώρο με σχετική ευκολία. Δεξιά κι αριστερά στους τοίχους του μαγαζιού υπήρχαν δυο μεγάλοι καθρέπτες, δυο μακρόστενα πάσο -σαν μπάρες- ήταν στηριγμένα ακριβώς από κάτω, και κάμποσα ψηλά σκαμπό συμπλήρωναν το σκηνικό. Ακριβώς απέναντι από την είσοδο υπήρχε το ψυγείο-πάγκος με τη μεγάλη βιτρίνα, όπου φιγουράριζαν τα αναψυκτικά. Πίσω του συνήθως βρισκόταν ο Παναγιώτης, χαμογελαστός και πλακατζής, να φτιάχνει με το δικό του τέμπο κάποιο σάντουιτς. Άλλες φορές καθόταν στο πίσω δωμάτιο-αποθηκάκι, έχοντας οπτική στην πόρτα, έτοιμος να σηκωθεί και να εξυπηρετήσει τον πελάτη που θα έμπαινε. Στη γωνία στα δεξιά της εισόδου, τοποθετημένη κάπως διαγώνια, υπήρχε η «μαγική» παγωτομηχανή, που έφτιαχνε το καλύτερο παγωτό της πόλης, ενώ στα αριστερά της ένας πάγκος με τα υλικά που πρόσθετε στα παγωτά: κουβερτούρα, τρούφες πολύχρωμες, κερασάκια, πουράκια… Παραδίπλα, υπήρχε ένας ψύκτης νερού, σαν εκείνους τους παλιούς που έβρισκες κάποτε σε γωνιές των πεζοδρομίων της πόλης. Στην τζαμαρία ήταν γραμμένα με αυτοκόλλητα τα προϊόντα που πρόσφερε το μαγαζί: αναψυκτικά, σάντουιτς, τοστ, χάμπουργκερ, παγωτά, μιλκ σέικ… Εξωτερικά, αν θυμάμαι καλά, αρχικά υπήρχε μια πινακίδα με το όνομά του: «ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ». Ύστερα από την ανακαίνιση που έκανε στις αρχές της χιλιετίας η πινακίδα άλλαξε κι έγραφε πλέον: «παγωτά-σάντουιτς-τοστ: Βαρβιτσιώτης». Έξω στο πεζοδρόμιο υπήρχαν δυο τραπεζάκια με μερικές μπλε καρέκλες.
Είχαμε συνδυάσει το πρώτο παγωτό της χρονιάς με τον «Παναγιώτη», ανήμερα της 25ης Μαρτίου. Ήταν κάτι σαν παράδοση. Θυμάμαι πως περιμέναμε πώς και πώς να τελειώσει η παρέλαση, να σμίξουμε με τους γονείς μας σε κάποιο σημείο της πλατείας -που είχαμε από πριν συνεννοηθεί- για να μας πάνε και να μας κεράσουν παγωτό στον Παναγιώτη. Και θυμάμαι την τσαντίλα μας, όταν μάς τα χάλαγε ο καιρός… Αργότερα, μεγαλώνοντας, όταν αρχίσαμε να αντιδρούμε στους κανόνες που είχαν «θεσπίσει» οι γονείς, σπάζαμε την παράδοση της 25ης του Μάρτη την πρώτη πρώτη ζεστή μέρα που «σήκωνε» παγωτό! Πολλές φορές, μάλιστα, κατεβαίναμε στη Σπάρτη τα καλοκαίρια μόνο και μόνο για να αγοράσουμε παγωτό μηχανής από του Παναγιώτη.
Δεν θυμάμαι ποια ήταν η πρώτη φορά που μπήκα στο θρυλικό εκείνο μαγαζί. Μέχρι κάποια ηλικία ξέραμε ως παγωτό μόνο το τυποποιημένο από τις μάρκες της εποχής (Δέλτα, Έβγα, Algida) που πωλούνταν στα περίπτερα και τα ψιλικατζίδικα. Θυμάμαι, λοιπόν, έντονα την εντύπωση που μου είχε κάνει το χύμα παγωτό μηχανής. «Έτσι φτιάχνεται το παγωτό;». Κι επειδή δεν είχε καμία σχέση με εκείνα τα ετοιματζίδικα των ψυγείων που είχαμε συνηθίσει, έπρεπε να το φάμε γρήγορα, για να μη λιώσει κι αρχίσει να τρέχει, στάζοντας στα χέρια μας. Και τα μούτρα μας ήταν «μπογιατισμένα» άναρχα γύρω από τα χείλια με κρέμες από γάλα και κακάο… Θέαμα που συχνά σήκωνε πειράγματα!!
Το παγωτό, λοιπόν, του Παναγιώτη ήταν φημισμένο. Κι όλοι ήξεραν τον ιδιοκτήτη του φαστφουντάδικου. Έτσι, ως μικρό παιδί, υπέθετα πως ήταν μεγάλη φίρμα στην πόλη μας! Θυμάμαι πως, την πρώτη φορά που μπήκαμε στο μαγαζί, χαιρετήθηκαν με τον πατέρα μου με τα ονόματά τους. Πράγμα που μου έκανε εντύπωση, γιατί ο πατέρας μου γνώριζε έναν… διάσημο! Όταν τον ρώτησα συνωμοτικά, τραβώντας τον από το σακάκι, από που τον γνωρίζει, μου απάντησε: «Ο Παναγιώτης είναι από τον Καραβά», πράγμα που με εντυπωσίασε ακόμα περισσότερο. Φούσκωσα από περηφάνια που αυτός ο διάσημος κύριος, με το κατσαρό φουντωτό μαλλί, που μας έφτιαχνε τα νόστιμα παγωτά και σάντουιτς ήταν από το χωριό μας! Αργότερα, στην εφηβεία όταν έμπαινα στο μαγαζί και χαιρετιόμουν κι εγώ πια ονομαστικά με τον Παναγιώτη, καμάρωνα που γνωριζόμασταν προσωπικά· ειδικά αν ήταν άλλοι συνομήλικοι μπροστά! Εξηγούσα καμιά φορά, μάλιστα, στους φίλους μου με ύφος: «Ο Παναγιώτης είναι από το χωριό μου»!
Στην εφηβεία, που πλέον σουλατσάραμε περισσότερο στην πόλη, πηγαίναμε πιο συχνά στο μαγαζί του Παναγιώτη. Είτε νωρίς τα βράδια με τις παρέες μας, είτε στα διαλείμματα από τα φροντιστήρια να πάρουμε σάντουιτς. Η αλήθεια είναι ότι μάζευε πολλούς μαθητές από τα φροντιστήρια περιμετρικά της πλατείας. Είχε άλλωστε και το πιο οικονομικό σάντουιτς στην πόλη, την εποχή που μετρούσαμε το χαρτζιλίκι μας για να βγούμε. Όπως μου είπε πρόσφατα ένας φίλος: «Ο Παναγιώτης σεβόταν τον πελάτη. Είχε λογικές τιμές και παρείχε “γεμάτη” ποσότητα προϊόντος»! Παράλληλα, νοιώθαμε πως το φαγητό του Παναγιώτη ήταν ολόφρεσκο. Τηγάνιζε τις πατάτες εκείνη την ώρα, ή έβγαζε τις ντομάτες και τις πιπεριές από το ψυγείο, τις ξεδίπλωνε σιγά σιγά από τη ζελατίνα τους και τις έκοβε μπροστά μας. Ολόκληρη ιεροτελεστία! Για να γευτείς το φαγητό του, έπρεπε να κάνεις υπομονή… Τόσο που νόμιζες πως ο χρόνος, με το που πατούσες το πόδι σου στο μαγαζί, κυλούσε με το δικό του μοναδικό ρυθμό. Και μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό, ακόμα κι αν είχε πολλή πελατεία, έκανε τα καλαμπούρια του, ή έπιανε κουβέντα για το ποδόσφαιρο. Συχνά πιάναμε κουβέντα για τον Ολυμπιακό. Για τον Ζιοβάνι και τον Τζόρτζεβιτς, για τα γκολ του Αλεξανδρή, και τις μεταγραφές που ετοίμαζε να κάνει ο Κόκκαλης στο «Θρύλο». Καμιά φορά κάναμε και καζούρα σε όποιον φίλαθλο του αιωνίου αντιπάλου τύχαινε να βρίσκεται εκείνη την ώρα στο μαγαζί!
Το μαγαζί, εκτός από σήμα κατατεθέν για την πιτσιρικαρία της πόλης, υπήρξε και σημείο συνάντησης για τους φίλους του Παναγιώτη. Πίσω, στο αποθηκάκι -που ήταν βαμμένο με ξεθωριασμένο γαλάζιο- υπήρχε ανάμεσα στις λειτουργικές συσκευές του ταχυφαγείου και μια μικρή τηλεόραση. Φίλαθλος, και οπαδός του Ολυμπιακού, ο Παναγιώτης παρακολουθούσε εκεί διάφορους ποδοσφαιρικούς αγώνες, ή αγώνες φόρμουλας, συχνά με την παρέα και τους φίλους του. Εκείνο το αποθηκάκι επικοινωνούσε με μια εσωτερική σκάλα με το σπίτι του, που βρίσκεται ακριβώς από πάνω και θυμάμαι αρκετές φορές να βλέπω στο βάθος τους γονείς του, την κυρά-Ασπασία και το μπαρμπα-Στράτη.
Αν και στο χωριό είχε λάβει από τους συνομηλίκους του το προσωνύμιο «Τζάλας», οι συγγενείς του τού είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «Φαστφούτης». Έτσι τον αναφέρει κάμποσες φορές στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο ο μπάρμπας του ο Κωνσταντής, μέσα από τις διηγήσεις του οποίου κυριάρχησε ευρύτερα το «οικογενειακό» παρατσούκλι! Πρόσφατα, μιλήσαμε τηλεφωνικά με τον Φαστφούτη, αναζητώντας μερικές παραπάνω πληροφορίες. Αν και πληθωρικός στα καλαμπούρια, ο Παναγιώτης είναι αρκετά συνεσταλμένος όταν πρόκειται να μιλήσει για τον ίδιο. Φειδωλός, ως συνήθως, μου είπε:
«Άνοιξα το μαγαζί στις 26-9-1982 και το έκλεισα στις 26-9-2015. Ακριβώς 33 χρόνια! Ούτε μέρα παραπάνω! Όσα και τα χρόνια του Χριστού! Όταν άνοιξα, δεν είχαν ανοίξει ακόμα τα μεγάλα φαστ φουντ. Σκέψου το πρώτο Goody’s άνοιξε περίπου το 1983-1984 στη Θεσσαλονίκη. Πως αποφάσισα να ασχοληθώ με ένα τέτοιο μαγαζί; Τότε πιτσιρικάς που γυρνούσα στην Αθήνα, είχα δει το “Σπιτικό” στην Κυψέλη και μου άρεσε σαν μαγαζί. Είπα, ένα τέτοιό θέλω να ανοίξω. Να πουλάω κάνα τοστ, κάνα σάντουιτς, κάνα παγωτό. Όταν άνοιξα ήμουν 24 χρονών. Δούλεψα αρκετά, αλλά μεγάλωσα. Δεν είχα τις ίδιες αντοχές. Πόσο να το κρατήσω ακόμα; Κάποτε όλα τελειώνουν. Όλα έχουν αρχή και τέλος. Όταν το έκλεισα ήμουν 58 χρονών. Γεννήθηκα το ’58 κι έκλεισα το μαγαζί στα 58 μου χρόνια! Κάτι συμβαίνει με τους αριθμούς (σ.σ. γέλια)».
Τα καλοκαίρια τα παιδιά του χωριού του ζητούσαμε επιτακτικά να φέρει την παγωτομηχανή στο κυλικείο του συλλόγου! Κάτι τέτοιο ήταν πρακτικά αδύνατο να συμβεί. Κι ευτυχώς! Γιατί φαντάζομαι ότι θα καθόμασταν με το στόμα ανοιχτό κάτω από τις κάνουλες της μηχανής, όπως οι καρικατούρες μεθυσμένων κάτω από ένα βαγένι με κρασί! Αργότερα, όταν πια έκλεισε το φαστφουντάδικο συζητούσαμε την πιθανότητα να φέρει την παγωτομηχανή στο σύλλογο, για να κερνάμε παγωτά τα παιδιά στις διάφορες εκδηλώσεις. Όμως το ηλεκτρικό δίκτυο του μικρού αυτοδιαχειριζόμενου κυλικείου μας δεν είχε τις προδιαγραφές για να «αντέξει» μια επιπλέον συσκευή. Ίσως, τελικά, καλύτερα που δεν γινόταν… Για να μην μπασταρδέψει η μαγεία των αναμνήσεων που έχουμε από το ταχυφαγείο του Παναγιώτη!
Σήμερα, αρκετά χρόνια μετά την απόφαση του Παναγιώτη να βάλει λουκέτο στο θρυλικό φαστφουντάδικο, που για τρεις δεκαετίες τροφοδότησε με γεύσεις και μνήμες πολλούς σύγχρονους Σπαρτιάτες, το μαγαζί παραμένει εσωτερικά απείραχτο. Περνώντας απ’ έξω, αν και στέκει σαν «κουφάρι» του παρελθόντος στο κέντρο της Σπάρτης, εξακολουθεί να παραμένει «ανοιχτό» στις μνήμες όσων το πρόλαβαν, επαναφέροντας γεύσεις από παγωτό μηχανής, σάντουιτς και τηγανητές πατάτες, μαζί με ένα άρωμα νοσταλγίας για τα χρόνια της παιδικής μας αθωότητας. Έτσι τέθηκε σε μερικούς φίλους και συγχωριανούς -διαφορετικών ηλικιακών ομάδων- η εξής ερώτηση: «Όταν ακούς φαστφουντάδικο “ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ”, ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σου έρχεται στο μυαλό;», και κάποιες από τις απαντήσεις που έδωσαν είναι οι παρακάτω:
- Χριστόφορος: «Παγωτό και σάντουιτς. Ειδικά στις δύσκολες εποχές, που όλοι είχαν τις τιμές στα ύψη, έπαιρνες περιποιημένο σάντουιτς με 2,50 ευρώ»
- Μαρία Π.: «Παγωτό μηχανής, με διπλή στρώση κουβερτούρας»
- Ελένη: «Το καλύτερο σάντουιτς και παγωτό μηχανής της πόλης»
- Αλέξανδρος: «Πρώτο παγωτό της χρονιάς, την 25η Μαρτίου μετά την παρέλαση. Θυμάμαι να τον κοιτάω με λαχτάρα, όσο άνοιγε την μηχανή κι έβαζε το κυπελάκι από κάτω»
- Χριστιάννα: «Παγωτό μηχανής, το καλύτερο της Σπάρτης»
- Λυγερή: «Το παγωτό μηχανής και το σάντουιτς. Περιμέναμε να έρθει η 25η Μαρτίου για να φάμε παγωτό μετά την παρέλαση»
- Μαρία Σ.: «Παγωτό μηχανής με κουβερτούρα από πάνω»
- Νίκη Κ.: «Πατάτες με κέτσαπ στο χάρτινο κουτάκι, με πλαστικό πιρουνάκι!»
- Παναγιώτα: «Τα υπέροχα σάντουιτς και φυσικά το παγωτό μηχανής, με μπόλικη κουβερτούρα σιρόπι και πουράκια, το οποίο σηματοδοτούσε την έναρξη του καλοκαιριού την 25η Μαρτίου -είχε ουρά απ’ έξω για ένα παγωτό μετά την παρέλαση-. Και το τέλος της περιόδου “παγωτό” ήταν η 28η Οκτωβρίου»
- Γιάννης Τ.: «Παγωτό special!!»
- Αναστασία: «Σάντουιτς, τοστ, παγωτό, κουβερτούρα και ο Παναγιώτης να κάνει πλάκα με όλους!»
- Γιάννης Σ.: «Σάντουιτς και παγωτό μηχανής με τρούφα και πουράκι. Και στο τοστ το βούτυρο που έβαζε και μέσα και απ’ έξω απ’ το ψωμί»
- Μαρία Κ.: «Σάντουιτς με σαλάμι αέρος και πατάτες»
- Νίκη Ν.: «Ήταν το καθιερωμένο σάντουιτς μετά τις παρελάσεις, ιδίως την 25η Μαρτίου, όταν δεν είχε καλό καιρό για παγωτό»
- Πόπη: «Παγωτό βανίλια σε κυπελάκι, με κουβερτούρα και δύο κερασάκια»
[* δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ο Καραβάς», Απρίλιος-Σεπτέμβριος 2021, αρ.φ. 6-7, σ. 22-23]