Αφιέρωμα: Κωστάκης Ασπιώτης – Ένας μαέστρος από τον Καραβά στη Γερμανία
09/06/2021
Όταν είχε πρωτοέρθει στον Καραβά, θυμάμαι που έλεγαν ότι έπαιζε πολύ καλό μπουζούκι και πως είχε, για χρόνια, κάνει καριέρα ως μουσικός στη Γερμανία. Την εποχή που επέστρεψε στο χωριό, είχε σκαρώσει και κάτι ωραία γλέντια μετά μουσικής στην αυλή του, σαν εκείνα τα αυθόρμητα που έστηναν παλιότερα στις γειτονιές, πριν ακόμη φύγει για μετανάστης.
Με τον Κώστα Ασπιώτη -τον «Κωστάκη» όπως τον ξέρουν και τον αποκαλούν οι περισσότεροι- ανταμώσαμε κάποιο πρωϊνό στο σπίτι του, ζητώντας να μου διηγηθεί τη ζωή και τις εμπειρίες του από τα χρόνια της Γερμανίας. Κάπου ανάμεσα στις αφηγήσεις μού έπαιξε μπουζούκι και φυσαρμόνικα. Καθισμένοι γύρω από το τραπέζι στην κουζίνα του, πάτησα το rec στο μαγνητόφωνο κι ο μπαρμπα-Κώστας άρχισε να εξιστορεί:
<<Πως ξεκίνησα να παίζω μουσική; Ο πατέρας μου ήταν γλεντζές. Είχε ένα μαντολίνο και μια κιθάρα, και με τους φίλους του συνέχεια διασκέδαζε. Μαζευόταν πολύς κόσμος τότε και κάνανε γλέντια. Άρχισα κι εγώ μικρό παιδάκι, 5-6 χρονών, κι έπαιζα μαντολίνο πλάι του. Ο πατέρας μου ήταν αυτοδίδακτος. Έτσι μάθαμε κι εμείς τα παιδιά να παίζουμε μουσική μόνοι μας. Έπαιζε κι ο αδερφός μου ο Μήτσος μαντολίνο. Αργότερα, διαδόθηκε το μπουζούκι. Είχαν αρχίσει να μαθεύονται κι ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊώννου κι οι λοιποί του είδους. Έτσι αρχίσαμε να μαθαίνουμε κι εμείς μπουζούκι. Καμιά φορά δεν είχα μπουζούκι, ή μου το σπάζανε· γιατί συνέβαινε κι αυτό! Μου έλεγε ο πατέρας μου «μπουζουξής θα γίνεις;», και μου το έσπαζε. Το θεωρούσαν τότε υποτιμητικό να παίζει κανείς μπουζούκι. Επειδή όμως ήθελα να μάθω και να παίξω, αλλά δεν μπορούσα να αγοράσω, πάλευα σιγά σιγά κι έφτιαχνα μονάχος μου το όργανο. Περίπου 12 χρονών είχα φτιάξει ένα μπουζούκι μόνος μου. Το πάλευα σιγά σιγά για πολύ καιρό. Αυτό το μπουζούκι, μόλις πήγα στη Γερμανία, το πέταξαν τα αδέρφια μου, γιατί το έβλεπε η μάνα μας κι έκλαιγε…
Τελείωσα το Γυμνάσιο (το αντίστοιχο σημερινό Λύκειο) το 1958. Μετά πήγα φαντάρος και, μόλις απολύθηκα, πήγα στην Αθήνα. Υπήρχε τότε το μαγαζί του «Μάριου» στη Σατωβριάνδου στην Ομόνοια, το οποίο ήταν πολύ γνωστό στέκι. Εκεί, συχνάζανε όλοι οι μουσικοί. Εκεί γνώρισα όλους τους μεγάλους. Τον Τσιτσάνη, τον Θεοδωράκη, τον Χιώτη, τον Ζαμπέτα. Με τον Ζαμπέτα είχαμε μιλήσει πολλές φορές. Κάποια φορά ήμουν με ένα φίλο κι είχαμε περάσει τη μισή μας μέρα με τον Ζαμπέτα.
Τον Τσιτσάνη τον είχα γνωρίσει καλύτερα. Πηγαίναμε με έναν πατριώτη του -ήταν και συγγενής του κιόλας- στο σπίτι του και παίζαμε μαζί μπουζουκάκι. Ήταν ένα υπόγειο στην Αχαρνών. «Καθίστε, παιδιά», μας είπε και μας κέρασε την πρώτη φορά που πήγαμε. Τότε του έπαιξα στο μπουζούκι «τα ωραία». «Μπράβο, καλύτερα κι από ‘μένα», είπε. Όποτε πηγαίναμε σπίτι του, έπιανε το μπουζούκι ο δικός του κι έπαιζε. «Παίξε κι εσύ, Κωστάκη», μου ‘λεγε και το μάτι του ήταν εκεί καρφωμένο πάνω μου. Με πρόσεχε πολύ. «Ο Κωστάκης», έλεγε, «έχει άλλο παίξιμο». Του άρεσε. Νόμιζα ότι κι αυτός, ο δάσκαλος, διδασκόταν!
Ο Τσιτσάνης κι όλοι αυτοί οι μεγάλοι, ήταν πολύ απλοί κι εξαιρετικοί άνθρωποι· σαν παιδιά. Γενικά, όμως, δεν μου άρεσε αυτός ο κόσμος. Ο λαϊκός, ο λίγο χασικλίδικος. Θα μπορούσα να είχα μπει σε εκείνο το συνάφι. Ο Τσιτσάνης μου είχε πει να παίξω μαζί του. Έβλεπα, όμως, πολλούς ανθρώπους που δεν μου άρεσε το ύφος κι η ζωή τους. Τους έβλεπα στο μαγαζί του «Μάριου» που συχνάζανε, εκεί στη Σατωβριάνδου. Δεν ήθελα να μπλέξω με αυτόν τον κόσμο. Για αυτό έφυγα για έξω. Με σύμβαση σε μια φάμπρικα στη Γερμανία.
Δούλευα στα χωράφια, κι έτσι μάζεψα κάτι λεφτουδάκια για να φύγω για τη Γερμανία. Μου έδωσε κι η νονά μου ένα χιλιάρικο τότε, και με εκείνες τις 1.000 δραχμές πήρα ένα μπουζούκι. Στη Γερμανία πήγα τον Μάρτιο του 1966. Εκεί έμαθα γερμανικά σε έξι μήνες!
Δούλευα με σύμβαση σε ένα εργοστάσιο, κι έμενα σε μια παράγκα για περίπου ένα χρόνο. Το εργοστάσιο είχε παράγκες για τους εργαζομένους. Αντρών, γυναικών και ζευγαριών. Ωραίες παράγκες με θέρμανση κι άλλες ανέσεις. Είχα μαζί το μπουζουκάκι μου και τυχαία βρήκα εκεί ένα φίλο που είχε μια κιθαρίτσα κι έπαιζε κι εκείνος μουσική. Τα βράδια, μετά τη δουλειά, μαζευόμασταν -εμείς παίζαμε μουσική κι άλλοι φέρνανε μπύρες- και περνούσαμε πολύ όμορφα. Γινότανε χαμός.
Εν τω μεταξύ, εκεί στην Κολονία υπήρχαν τέσσερα-πέντε ελληνικά κέντρα διασκέδασης. Ωραία κέντρα. Είχε πολλούς Έλληνες η Κολονία, αλλά και αρκετοί Γερμανοί πήγαιναν σ’ αυτά τα κέντρα. Το μάθανε, λοιπόν, οι μαγαζάτορες πως εκεί στις παράγκες υπήρχε ένα καλό μπουζούκι κι ερχόντουσαν να με βρουν και μου πρότειναν να παίξω στα μαγαζιά τους. Πήγαινα στα κέντρα που με καλούσαν να τα δω, αλλά απαντούσα αρνητικά. Δεν μ’ άρεσαν οι άνθρωποι, το ύφος και η όψη τους. Και τα τραγούδια που παίζανε ήταν βαριά. Πέρασε περίπου ένας χρόνος, που δεχόμουν σχεδόν κάθε μέρα επισκέψεις από καταστηματάρχες, αλλά εγώ αρνιόμουν να πάω να παίξω σε κάποιο κέντρο.
Ξέρεις πότε άλλαξα γνώμη; Εκεί στη Γερμανία, στο «Τρίτο Πρόγραμμα» -το κρατικό κανάλι- υπήρχε μια εκπομπή που λεγόταν «Unsere heimat, ihre heimat», δηλαδή «Η πατρίδα σας, η πατρίδα μας». Αυτή η εκπομπή ήταν αφιερωμένη μία ώρα την εβδομάδα σε κάθε κράτος από το οποίο βρίσκονταν μετανάστες στην Γερμανία. Και το πρόγραμμα περιελάμβανε ειδήσεις και μουσική. Το κανάλι αυτό το βλέπαμε όλοι. Όπου και να ‘μασταν μαζευόμασταν μια φορά την εβδομάδα να ακούσουμε ελληνικές ειδήσεις και μουσική. Ξαφνικά ένα βράδυ, όπως παρακολουθούσα αυτή την εκπομπή, είδα ένα ωραίο μουσικό τρίο, το «Τρίο Σαλόνικα», το οποίο έπαιζε μουσική σε ένα από τα καλύτερα κέντρα. Σε μια συνοικία της Κολονίας υπήρχε το κέντρο «Σαλόνικα», από το οποίο είχε πάρει το όνομά του και το γκρουπ. Μου άρεσε πολύ αυτό το γκρουπ. Ενθουσιάστηκα. Μετά από λίγες μέρες έρχεται ο ιδιοκτήτης του «Σαλόνικα», ο Σίμος, να με βρει και μου λέει: «Έλα, Κωστάκη. Μη μου πεις και τώρα όχι. Έλα απ’ το μαγαζί να δεις. Έχω αυτά τα παιδιά που είδες στην τηλεόραση». Μου άρεσαν πραγματικά πολύ. Πήγα στο μαγαζί, τους είδα από κοντά και ενθουσιάστηκα. Μιλήσαμε, γνωριστήκαμε και τα βρήκαμε. Έπαιζαν κυρίως ελαφρύ λαϊκό, που ήταν το στοιχείο μου. Βέβαια, παίζαμε τα πάντα, λατινική μουσική, ισπανική μουσική, ελαφρολαϊκό, κι αναγκαστικά και πιο βαρύ λαϊκό. Παίζαμε μέχρι τις 2-3 κάθε βράδυ, κι έρχονταν πελάτες αργά που ήθελαν να χορέψουν και ζεϊμπέκικα κ.ο.κ. Έτσι παίζαμε τα πάντα. Κάναμε πρόβες, και παίζαμε τρεις μέρες την εβδομάδα: Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή.
Από όταν μπήκα κι εγώ στο γκρουπ, κάναμε ένα ωραίο συγκρότημα που το ονομάσαμε πια «Σαλόνικα Ζίνγκερς». Το συγκρότημα αποτελούσαν δυο αδέρφια, ο Νίκος και ο Κώστας Φραγκοράφτης, ο Αντρέας Μηλιόπουλος και ο Βασίλης Χρυσανθόπουλος. Είχαμε και έναν Ιταλό που έπαιζε αρμόνιο. Βέβαια, όλοι λέγανε πάμε στους «Τρίο Σαλόνικα», γιατί έτσι είχε γίνει γνωστό στον κόσμο. Έτσι το ήξεραν κι έτσι έμεινε! Εκεί, στο μαγαζί του Σίμου, παίξαμε πέντε συνεχόμενα χρόνια. Μετά πήγαμε σε ένα άλλο μαγαζί με τους ίδιους μουσικούς. Είχαμε δεθεί πια, είχαμε γίνει φίλοι. Μας ακούσανε κι από την εκπομπή «Unsere heimat, ihre heimat» και μας κάλεσαν να παίζουμε κάθε βδομάδα. Ποιόν άλλον να βρούνε τότε στη Γερμανία; Έτσι παίζαμε επί δέκα περίπου χρόνια στην εκπομπή της γερμανικής κρατικής τηλεόρασης. Κάθε Τρίτη, που η εκπομπή ήταν αφιερωμένη για μία ώρα στην Ελλάδα.
Στο κέντρο που παίζαμε έρχονταν κατά διαστήματα και μουσικοί, μεγάλα ονόματα, από την Ελλάδα και παίζανε μαζί μας. Κάναμε διάφορες παραστάσεις με αυτούς. Γύρω στο 1970 ήρθε και μας βρήκε ο Γιώργος Οικονομίδης, ο κονφερασιέ, και φτιάξαμε έναν μουσικοθεατρικό θίασο, με τον οποίο κάναμε περιοδεία σε πολλές πόλεις της Γερμανίας: Ντύσσελντορφ, Έσσεν, Φρανκφούρτ, Νύρνμπεργκ… Ήταν μια παράσταση που είχε περισσότερο μουσική. Στην περιοδεία που κάναμε με τον Οικονομίδη γράψαμε μαζί κι ένα τραγούδι. Εγώ έγραφα και μουσική. Ο Οικονομίδης έγγραφε στίχους. Είχε γράψει πολλά τραγούδια με πολλούς συνθέτες. Στο «Κορόιδο Μουσολίνι» οι στίχοι είναι δικοί του. Του λέω: «Γιώργο, έχω μια ωραία μουσική» κι άρχισα να παίζω. Του άρεσε, κι αυτομάτως έγγραψε τους στίχους. «Εγώ είμαι απ’ τα καλά παιδιά» λεγόταν το τραγούδι αυτό. Μου λέει: «Θα ‘ρθεις στην Αθήνα να με βρεις να το ηχογραφήσουμε, να το γράψουμε σε δίσκο». Λίγο καιρό, όμως, αργότερα έπεσε η Χούντα και του Οικονομίδη του χρέωσαν πως είχε συνεργαστεί μαζί της στην επταετία. Τον περιφρόνησαν όλοι και τον απομόνωσαν. Κι εκείνος δεν το άντεξε αυτό και μερικά χρόνια αργότερα αυτοκτόνησε από την ταράτσα του. Αν δεν είχαν συμβεί αυτά τα γεγονότα, θα ερχόμασταν στην Αθήνα, θα κάναμε το δίσκο κι ο Οικονομίδης θα το έκανε σουξέ. Θα το έστελνε στα ραδιόφωνα, θα το έπαιζαν και θα το άκουγε ο κόσμος. Έτσι «πιάνουν» τα τραγούδια και γίνονται επιτυχίες.
Γύρω στο ’70 έζησα μια εμπειρία, την οποία νομίζω ότι κάθε μουσικός θα ήθελε να ζήσει. Ήταν κάτι που δεν το περίμενα ποτέ. Μας κάλεσαν στο Dom-Hotel, -ήταν ένα πεντάστερο ξενοδοχείο της Κολονίας- να παίξουμε μουσική με το συγκρότημά μας σε ένα συμπόσιο, στο οποίο παρευρίσκονταν οι πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου και οι σημαντικότεροι ηθοποιοί. Είδα πράγματα της αριστοκρατίας και παίξαμε μουσική με τους φίλους μου μπροστά στις κορυφαίες προσωπικότητες εκείνης της εποχής. Από την Ελλάδα θυμάμαι πως ήταν η Ειρήνη Παπά κι ο Κώστας Καράς. Ο Καράς τραγούδησε μαζί μας, κι ερμήνευσε Θεοδωράκη και Χατζηδάκι. Είδα τότε τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου. Γνώρισα μέχρι και τον Rex και τον Fiat που είχαν αυτοκινητοβιομηχανίες. Νομίζω ότι έπαιξα μπροστά σε ένα τέτοιο κοινό, που κανένας άλλος μουσικός από την Ελλάδα δεν έχει παίξει…
Την ίδια περίπου την εποχή, ήρθε και μας βρήκε ένας γερμανικός θίασος, ο οποίος θα έκανε θεατρικό μιούζικαλ βασισμένο στο σενάριο της ταινίας «Ποτέ την Κυριακή», που είχε πρωταγωνιστήσει η Μελίνα Μερκούρη. Πρωταγωνίστρια ήταν μια Ρωσίδα ηθοποιός. Αυτοί, λοιπόν, είχαν κάνει μια διασκευή του σεναρίου και μας κάλεσαν να αναλάβουμε την μουσική επιμέλεια. Σύνολο ήταν τριάντα μουσικοί στην παράσταση. Γυρίσαμε τότε περιοδεία στις μεγάλες πολιτείες της Γερμανίας. Ήταν ένα πολύ ωραίο μιούζικαλ, και μια ωραία εμπειρία για εμάς.
Την ημέρα δούλευα στο εργοστάσιο και το βράδυ έπαιζα μουσική, Τί ξενύχτια έχω κάνει! Είκοσι χρόνια δούλευα νύχτα στη Γερμανία. Στην Ελλάδα γυρίσαμε οικογενειακώς πια το 1982 κι εγκατασταθήκαμε στην Αθήνα. Σιγά σιγά είχαν αρχίσει να φεύγουν οι Έλληνες από τη Γερμανία και τα περισσότερα ελληνικά κέντρα έκλεισαν. Έτσι δεν είχαμε δουλειά. Στην Αθήνα δούλευα περίπου είκοσι χρόνια ταξί. Έλιωσα στους δρόμους της Αθήνας. Η χειρότερη δουλειά που υπήρχε για ‘μένα. Έτσι, αποφασίσαμε να έρθουμε στον Καραβά. Πρώτα ήρθε η γυναίκα μου, η Θεσσαλία, το 2000 κι έβαζε κηπουρικά με τον αδερφό μου τον Παναγιώτη. Εγώ επέστρεψα στον Καραβά το 2002 και δουλεύαμε μαζί πια στα χωράφια και πηγαίναμε την πραμάτεια μας στη λαϊκή.
Τώρα θέλω να πάρω έναν μπαγλαμά και να μάθω και βιολί. Παίζω και φυσαρμόνικα. Νομίζω πως άμα έχεις γεννηθεί μουσικός, δεν σταματάς ποτέ να παίζεις μουσική…>>
επιμέλεια: Νίκος Ι. Καρμοίρης
[* δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ο Καραβάς», Απρίλιος-Σεπτέμβριος 2021, αρ.φ. 6-7, σ. 24]