Το «Κλάξον» των Εξαρχείων: όπως το βίωσα

08/04/2017

Δεν ξέρω γιατί αλλά κάθε φορά τα βήματά μου με οδηγούν εκεί. Σχεδόν ανεξήγητα. Διασχίζω τους μεγάλους δρόμους με τα αρχαιοπρεπή κτίρια, καταλήγω στη Σόλωνος και από ‘κει στη Θεμιστοκλέους για να την ανέβω όλο ευθεία, να σταματήσω στο «Ποδήλατο» να τσεκάρω «μην έχω χάσει το δρόμο» και να βγω στην Πλατεία Εξαρχείων, ακριβώς όπως τότε, την πρώτη φορά.

Φτάνω στην πλατεία που συνδυάζει άψογα σύγχρονες αντιθέσεις, στρίβω δεξιά στον πεζόδρομο της Βαλτετσίου, προχωρώ λίγα μέτρα, αγγίζω την ξύλινη πόρτα στον αριθμό 61, τη σπρώχνω μερικά εκατοστά και μπαίνω μέσα. «Freakonica» τότε, παλιότερα «Κλάξον», μια επιγραφή που δεν έσβησε ποτέ από το μαγαζί και από τη συνείδηση του κόσμου των Αθηνών και των φοιτητών της πόλης. «Freakonica aka Κλαξον», όπως έγραφαν κι οι αφίσες μας˙ ένα στέκι ζυμώσεων, ερώτων, νεανικών ονειροπολημάτων, γνωριμιών, μα πάνω απ’ όλα ζωντανής -ολοζώντανης- μουσικής.

Σήμερα είναι φαγάδικο -και λίγο καιρό ύστερα αφότου έκλεισε αποθήκη του παραπλήσιου φαγάδικου! Όμως, κάθε φορά που φτάνω εκεί μεταμορφώνεται μπρος στα μάτια μου. Με μιας παίρνει τη μορφή του χθες.

Θυμάμαι την πρώτη μέρα που πήγαμε εκεί ως φοιτητική παρέα. Κάποιος μας το είχε σφυρίξει: «είναι ένα μπαράκι στα Εξάρχεια που έχει κάθε μέρα lives». Μπήκαμε, καθίσαμε στο ψηλό μπουγιάρικο τραπέζι, επενδυμένο με δερματίνη και διακοσμημένο με καπάκια μπύρας, ακριβώς δίπλα στην τζαμαρία ρίχνοντας ενίοτε κλεφτές ματιές στη -φωτισμένη με κίτρινα φώτα- Βαλτετσίου.

Το ταβάνι του ήταν διακοσμημένο με σελίδες από κόμικς. Κοιτώντας ψηλά ο Μίκυ Μάους συναντούσε τις μουσικές του Σιδηρόπουλου, και τα παιδικά μας χρόνια συνδυάζονταν άψογα κι αρμονικά με τα φοιτητικά σε έναν ουρανό που έβαφε πολύχρωμα τα όνειρά μας. Ο μουσικός είχε περάσει την κιθάρα στο βύσμα και ήταν από ώρα στη θέση του. Παραδόξως καταφέραμε και βρήκαμε θέση. Γιατί γινόταν χαμός! Κι από εκείνο το βράδυ έγινε το στέκι μας. Το στέκι μιας παρέας πολυσύνθετης, αλλόκοτης που αυξομειωνόταν συνεχώς. Χειμώνας του 2007. Πρώτο έτος!

«Στο διάλλειμα του μουσικού να παίξει ο φίλος μας… Ξέρει κιθάρα!» Κι ας μην ήξερα πάνω από πέντε συγχορδίες και δυο τραγούδια: «Νότος» του Μαχαιρίτσα και «Μη γυρίσεις» των Κατσιμιχαίων. Κι από τότε σε κάθε διάλλειμα σχεδόν, σα να ‘χει γίνει με τον καιρό μια κάποιου είδους παράδοση, ο «φίλος μας» έπαιζε και σταδιακά έμαθε κι άλλα τραγούδια ώσπου από θαμώνας πήρε θέση στη σκηνή…

Δεν ξέρω πως και γιατί αλλά τα βήματά μου εδώ και πέντε χρόνια συνεχίζουν να με βγάζουν εκεί. Ακόμα και τώρα, που δεν κατοικώ πια στο κλεινόν άστυ. Κοιτώ από τις τζαμαρίες και δεν βλέπω τα τραπεζοκαθίσματα του φαγάδικου. Βλέπω τους φίλους εκείνης της περιόδου να κάθονται στις θέσεις τους˙ πότε στα ψηλά, πότε στα χαμηλά τραπέζια. Βλέπω ή… μια στιγμή! Ακούω το Χρήστο, το Νίκο, τον «Λάικα» να τραγουδούν «μ’ αεροπλάνα και βαπόρια και με τους φίλους τους παλιούς», κι ύστερα εμένα με τον Αλέξανδρο και τα κορίτσια να σκαρώνουμε ντουέτα. Βλέπω τη Ζήλια να σερβίρει και να βάζει μουσική από έναν -εκτός εποχής- υπολογιστή στα διαλείμματα, και που και που τη Ειρήνη, την αδερφή της, πίσω από τη μπάρα.

Κι όταν προσπερνώ και φεύγω, ανηφορίζω στον πεζόδρομο και στρίβω στην Εμμανουήλ Μπενάκη. Λίγο μετά τη γωνία κοιτώ και βλέπω πως περιμένω έναν φίλο. Είχαμε δώσει ραντεβού στο «Κλάξον» αλλά είναι κλειστό. Τι ανόητος: ήταν Δευτέρα! Είχε έρθει η αδερφή μου από το χωριό και είπαμε να πάμε για μια μπύρα στο μαγαζί που παίζω μουσική. Να δει και πως είναι… Τελικά καθίσαμε πιο πάνω σε ένα μπαράκι της Μπενάκη.

Κι ύστερα ήρθε το ’10, τότε που πάλευα να μετριάσω τον πόνο μου και να πνίξω όσο μπορούσα το θρήνο μου στην μουσική σκηνή του «Κλάξον». Η αδερφή μου είχε «φύγει» ξαφνικά κι εγώ σε εκείνη την Πλατεία, στο μαγαζί της Βαλτετσίου 61 θα έβρισκα το καταφύγιο μου. Ένα μήνα νωρίτερα, μερικούς δρόμους πιο κάτω, είχε καεί η «Μαρφίν» και μαζί της τέσσερεις άνθρωποι. «Δεν θα έρθω να παίξω», είπα. Τι οξύμωρο! «Ούτε εγώ θα ανοίξω σήμερα», απάντησε η άλλη φωνή από το ακουστικό.

Κι ύστερα κυλούσε ο καιρός που ήδη από το ’08 είχε αρχίσει να δείχνει ταραγμένος: Δεκεμβριανά, κρίση, μνημόνια, ταραχές, ΜΑΤ… Τα ΜΑΤ μας πέταξαν δακρυγόνα μες στο μαγαζί! Την ώρα που τραγουδούσαμε! Άλλες φορές περνούσαν σχεδόν σημειωτόν απ’ έξω, στον πεζόδρομο, ακριβώς κολλητά με την τζαμαρία κι εμείς συνεχίζαμε να τραγουδάμε, σαν να απαξιούσαμε ή σαν να τα κοροϊδεύαμε. Αυτοκίνητα και κάδοι καίγονταν στους παρακείμενους δρόμους, από δήθεν αναρχικούς που έκαναν δήθεν επαναστάσεις… Σε μια Ελλάδα με δήθεν μυαλό, κουλτούρα και παιδεία…

Δεν ξέρω γιατί τα βήματα μου με πάνε εκεί. Από τότε που έμενα στην Καισαριανή, αυτό συνέβαινε! Κατέβαινα με τις φόρμες στο περίπτερο και, άγνωστο πως, κατέληγα περπατώντας -Βασιλίσσης Σοφίας, Σέκερη, Σόλωνος, Μπενάκη- στη Βαλτετσίου. Σαν να διακτινιζόμουν. Σ’ ένα καταφύγιο ψυχής, όπου θα λούζονταν τα σωθικά μου παγωμένη μπύρα. Κι όταν φτάνω εκεί, κοιτώ ξανά απ’ το τζάμι και βλέπω τους έρωτες που γεύτηκα και εκείνους που ‘μείναν ανεκπλήρωτοι, τα κορίτσια που αγάπησα -τους το τραγούδησα μα δεν το έμαθαν ποτέ- βλέπω φιλίες που κράτησαν και άλλες που έμειναν εφήμερες, ορφανές˙ αντικρίζω συγνώμες που δεν είπα, λάθη κι όνειρα που έκανα, αστεία, ανέκδοτα, γέλια… Βλέπω, βλέπω, βλέπω… Βλέπω όλη τη φοιτητική μου ζωή να ξεδιπλώνεται μπρος στα μάτια μου. Προχωρώ κι αφήνω πίσω μου τραπεζοκαθίσματα!

Το καταφύγιό μου έγινε φαγάδικο. Κοιτώ μέσα και βλέπω τα πάντα κι όλους ανεξαιρέτως. Όλους εκείνους που βιώσαμε έστω λίγες στιγμές ροκ. Ανθρώπινες. Έντονες. Πως γίναμε σήμερα έτσι; Δίχως λίγο ροκ στη ζωή μας. Δίχως ένταση. Κι όμως, είμαι εκεί ακόμα και τώρα, πέντε χρόνια μετά. Κι ύστερα στρίβω στη γωνιά και βουρκώνω σα να έχω βαπτισθεί σε μια κολυμπήθρα αναμνήσεων και έντονων συναισθημάτων.

Πέντε χρόνια φοιτητικής ζωής περνούν μπροστά από τη τζαμαρία του, κι ύστερα παίρνουν σάρκα κι οστά για μια στιγμή στα τζάμια του «πρώην Κλάξον» σαν ένα παράξενο σινεμά. Περιμένω το χέρι που θα βάλει την πρίζα στο ρεύμα και θα φωτίσει με νέον τα γράμματα που σχηματίζουν στο βάθος τη λέξη «Κλάξον» και το μπαράκι μας θα πάρει χρώμα, γεμίζοντας με μουσικές τη ζωή μας. Εκείνο το χέρι, Απρίλιο του 2012, κατέβασε οριστικά τους διακόπτες και κλείδωσε τις κλειδωνιές της ξύλινης πόρτας. Λίγα δευτερόλεπτα πριν αναρτά στο «φατσοβιβλίο» το τελευταίο μήνυμα του πιο ζωντανού μπαρ των Εξαρχείων:
FREAKONICA πρωην κλαξον :
live bar-βαλτετσιου 61,εξαρχεια.
ph.210-3809147
Φεβρουάριος 2007- Απρίλιος 2012
Μέρες αφιερωμένες στη φιλία και στη μουσική

Οι αφίσες από τα τελευταία lives έμειναν για λίγο καιρό ακόμα κολλημένες στην είσοδο. Να θυμίζουν πως εκεί έστεκε κάποτε το πιο ζωντανό μπαρ των Εξαρχείων, φιλοξενώντας τα όνειρα και τις ζυμώσεις μιας γενιάς στα πρόθυρα της ελληνικής κρίσης.

Τα Εξάρχεια πέντε χρόνια τώρα είναι πιο φτωχά δίχως το πιο γνωστό live-bar των αρχών της χιλιετίας. Ένα μπαράκι κουλτούρας, πολιτισμού, σκέψης, έκφρασης, συναντήσεων και παρεών που ονειρεύονταν να γράψουν ιστορία. Ένα μπαράκι που προσπαθούσε να αντισταθεί μέσῳ της μουσικής και της τέχνης στο άνοο που -ολοένα και περισσότερο- μας πλημμυρίζει…

Κάπου στο Κέντρο έχω σταματήσει και γράφω μερικές αράδες υπό τη μουσική υπόκρουση ενός μουσικού του δρόμου σε ήχους ροκ/μπλουζ/τζαζ σε ένα τραγούδι χωρίς φινάλε για ένα άρθρο μπολιασμένο με αναμνήσεις και στιγμές δίχως επίλογο…

Υ.Γ.: Το κείμενο τούτο είναι αφιερωμένο σε όλους εκείνους που διαβάζοντάς το θα έχουν τις δικές τους έντονες εικόνες να φέρουν στο προσκήνιο του νου.

* το κείμενο δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα enallaktikos.gr στις 8.4.2017

Φωτογραφίες