Ο δικός μου αγαπημένος πατέρας

06/11/2016

Δεν ξέρω αν υπάρχουν κατάλληλα λόγια παραμυθίας για την απώλεια ενός πολυαγαπημένου προσώπου. Πολλοί θα δώσουν τα συλλυπητήριά τους, θα σε αγκαλιάσουν, θα σου πουν πως ο χρόνος είναι γιατρός, θα σε παροτρύνουν να κρατάς τον αγαπημένο σου στη μνήμη και στην καρδιά σου. Μπορεί όμως και να μη σου πουν τίποτε αλλά να δείξουν έμπρακτα τη συμπαράστασή τους. Όλα αυτά ευπρόσδεκτα. Ακόμα και κάτι αδιάφορο ή αρνητικό που μπορεί να πει κάποιος από ανωριμότητα ή αμηχανία, δεκτό είναι. Πόσοι από μας δεν είχαμε παρόμοια συμπεριφορά πριν έρθουμε σε αυτή τη θέση; Γιατί αυτό που λένε «αν δεν το ζήσεις, δεν ξέρεις πώς είναι» ισχύει σε όλα τα πράγματα στη ζωή.

Και τελικά ποιο είναι το ζητούμενο; Ο άνθρωπος που έφυγε; Ή οι δικοί του που μένουν πίσω; Δεν είναι εγωιστική η φράση «να είμαστε καλά εμείς να τον θυμόμαστε»; Κανείς δεν ξέρει την τύχη κανενός, αν δηλαδή κι εμείς που μένουμε, θα έχουμε αρκετά και καλά χρόνια ζωής. Η πραγματικότητα ωστόσο αποδεικνύει πως όσο και να θρηνείς για μία απώλεια, όσο εύκολα ή δύσκολα την ξεπερνάς -αν την ξεπερνάς- το μόνο σίγουρο είναι ότι η ζωή συνεχίζεται και δε γίνεται διαφορετικά. Απλά εσύ θα είσαι διαφορετικός. Ίσως οι χαρές σου στο εξής να είναι μισές, οι λύπες διπλές, η απώλεια να σε ρίξει και να μη βρίσκεις νόημα σε τίποτα, μπορεί όμως και να σε κάνει να αγαπήσεις πιο πολύ τη ζωή και τη στιγμή, να επαναπροσδιορίσεις τους στόχους σου, να γίνεις πιο ανθρώπινος, πιο δυνατός ακόμα και να συμβιβαστείς με τους μεγαλύτερους φόβους σου, όπως ο Θάνατος. Στο χέρι μας είναι το πώς θα συνεχίσουμε την πορεία της ζωής μας, πώς θα κρατήσουμε τη σχέση με το αγαπημένο μας πρόσωπο που έχει φύγει «ζωντανή» και ποια στοιχεία του χαρακτήρα του και της ζωής του θα διαφυλάξουμε ως αρωγό στην εξελικτική μας πορεία.

Αυτά για εμάς. Για εκείνον; Για το πρόσωπο που φεύγει; Ας ήταν νέος, ας ήταν πλήρης ημερών, ας είχε προλάβει να κάνει παιδιά, εγγόνια, ας έφυγε από ασθένεια ή δυστύχημα. Πάντα υπάρχει το γιατί, το πώς έγινε, το τι θα μπορούσε να είχε συμβεί για να αποφευχθεί, το τι περισσότερο θα μπορούσαμε να κάνουμε εμείς για να μη φύγει, πάντα θα λείπει στους οικείους του. Δυστυχώς ό,τι και να σκεφτούμε, το γεγονός δεν αλλάζει κι αυτό είναι που πονάει. Βεβαίως κάποιες περιπτώσεις είναι εμφανώς πιο άδικες από κάποιες άλλες. Αλλιώς αντιδρούμε στο άκουσμα της απώλειας ενός παιδιού, αλλιώς ενός ηλικιωμένου. Αν σκεφτούμε όμως με ηρεμία και ψυχραιμία το αγαπημένο μας πρόσωπο, τα λόγια του εν ζωή, τη στάση του, τις αξίες του και τη σχέση μας μαζί του, πάντα θα βρούμε κάτι να μας ανακουφίζει για εκείνον, να μας παρηγορεί και να μας γεμίζει με αγάπη κι αισιοδοξία, έστω και μέσα από αυτό οδυνηρό γεγονός.

Μιλώντας φυσικά για τον δικό μου αγαπημένο πατέρα, Γεώργιο Κουλογεωργίου, που είχα την ατυχία να χάσω τόσο νωρίς (ο χρόνος βεβαίως είναι σχετικός αλλά η απώλεια όλων των παππούδων μου μετά τα 80, με είχε κάνει να θεωρώ το θάνατο ως κάτι πολύ μακρινό στην οικογένειά μας), έχω κάνει άπειρες σκέψεις αλλά προσπαθώ να κρατώ μόνο το θετικά, που ευτυχώς είναι αρκετά.

Ξεφυλλίζοντας παλιά άλμπουμ με φωτογραφίες, πριν γεννηθώ εγώ, καθώς κι από τις ιστορίες που άκουγα από τους ίδιους τους γονείς μου κι από συγγενείς και φίλους, ο πατέρας μου πέρασε φτωχικά μεν αλλά όμορφα παιδικά χρόνια, γεμάτα καλές αναμνήσεις, με γέλια, αστεία και πειράγματα με την οικογένειά του και τους φίλους του από το σχολείο. Πάντα είχε να μας πει αστείες ιστορίες. Ο πατέρας μου δε στεκόταν σε ιστορίες διδακτικές ή συναισθηματικές, το φόρτε του ήταν πάντοτε οτιδήποτε χιουμοριστικό! Δούλευε παράλληλα στα κτήματα από μικρό παιδί βοηθώντας τους γονείς του και προστάτευε τη μικρότερη αδερφή του. Τελειώνοντας το εξατάξιο γυμνάσιο τότε, που για ένα παιδί του χωριού ήταν δύσκολο να αποφοιτήσει χωρίς μάλιστα να διαβάζει ιδιαίτερα, ήθελε κατόπιν να σπουδάσει φιλολογία. Ή νομική. Τα μπερδεύω. Έδωσε εξετάσεις αλλά έπεσε το μοναδικό κείμενο λατινικών που δεν είχε διαβάσει -από ότι έλεγε- και αυτό του κόστισε τις πολυπόθητες σπουδές. Δεν το έβαλε κάτω, πήγε στην Αθήνα, φοίτησε ηλεκτρονικός σε μία σχολή κι από τότε έκανε διάφορες δουλειές για να επιβιώσει. Γνώρισε τη μητέρα μου, τη «Ρένα» του και σύντομα παντρεύτηκαν κι απέκτησαν εμάς, τη Νικολέττα και τη Μαρία. Αγωνίστηκαν μαζί τόσο στην Αθήνα, όσο και μετά που κατέβηκαν στη Σπάρτη και κατόπιν στον Καραβά και μας μεγάλωσαν όμορφα, με αγάπη, με στοργή και ωραίες αναμνήσεις, ενώ φρόντισαν να μη μας λείψει τίποτα. Οι φωτογραφίες πλήθαιναν, οικογενειακές στιγμές, γιορτές, βόλτες, εκδρομές και πολλά χαμόγελα. Κι ήρθε η ώρα να φύγουμε για σπουδές, πρώτα εγώ και μετά η Μαρία. Μεγάλη συγκίνηση ειδικά για τον πατέρα μου, όχι που θα αποχωριζόμασταν αλλά που το δικό του ανεκπλήρωτο όνειρο πραγματοποιήθηκε μέσα από μας. Ωστόσο ποτέ δε μας πίεσε, ποτέ δεν απαίτησε από μας κάτι παραπάνω από αυτό που θέλαμε και μπορούσαμε. Ακολούθησαν χρόνια δύσκολα, με πολλούς αγώνες για να καταφέρουν να ανταποκριθούν στο κόστος των παράλληλων σπουδών μας σε διαφορετικές πόλεις. Αλλά ποτέ δε μας το «χτύπησαν», το θεωρούσαν ως ηθικό τους χρέος. Φυσικά έκαναν κι εκείνοι τα ευχάριστα διαλείμματά τους και μας επισκέπτονταν συχνά. Τα χρόνια πέρασαν, εμείς επιστρέψαμε ακολουθώντας τη δική μας πορεία, πάντα δίπλα τους, ίσως συνειδητά, ίσως και λόγω συγκυριών, δεν ξέρω.

Ο πατέρας μου όλα αυτά τα χρόνια, όπως ήδη έχουν γραφτεί και από τα άρθρα του Νίκου και του Στράτη, ζούσε στον Καραβά δουλεύοντας ως μάστορας σε σκεπές και κάθε λογής οικοδομική και αγροτική εργασία, πάντα με μεράκι, εργατικότητα και τιμιότητα. Του άρεσαν τα κοινά και είχε προσφέρει στο χωριό μέσα από τη θέση του προέδρου του Πολιτιστικού Συλλόγου αλλά, πέρα από αυτό, ήταν πάντοτε ένας άνθρωπος παρών σε κάθε εκδήλωση του χωριού, ένας άνθρωπος με πολλή ζωντάνια, χιούμορ κι έντονη προσωπικότητα, αγαπητός και αρκετά θορυβώδης, με την καλή έννοια. Μάλιστα αυτή η προσκόλλησή του στον τόπο του συχνά με εκνεύριζε, θεωρούσα πως δε ζει τη ζωή του, δεν ταξιδεύει, δεν ανοίγει τους ορίζοντές του. Κι όμως. Αυτό του έδινε ζωή, αυτό ήθελε κι αυτό έκανε. Λίγα και λιτά πράγματα για να νιώθει ευτυχισμένος. Πόσο απλός και πόσο αγνός.

Δυστυχώς όμως έφτασε η στιγμή που αρρώστησε. Τον περασμένο Φεβρουάριο. Πέρασε δύσκολες καταστάσεις αλλά βγήκε νικητής, με θέληση για ζωή. Άρχισε να συνέρχεται χωρίς να πονάει ουσιαστικά, παρά μόνο κάνοντας φυσιοθεραπείες για την αποκατάστασή του. Ανυπομονούσε να γίνει καλά και να γυρίσει στο σπίτι του και στο χωριό του, οπότε έβαζε τα δυνατά του και είχε φτάσει σε ένα πολύ καλό σημείο. Βεβαίως χρειαζόταν ψυχολογική στήριξη, την οποία και του πρόσφερε μέρα νύχτα η μητέρα μου και η θεία μου, που ήταν στο πλευρό του, εμείς τα παιδιά του, που κάθε Σαββατοκύριακο τον επισκεπτόμασταν και πάρα πολλοί συγγενείς και φίλοι που τον επισκέπτονταν, τον έπαιρναν τηλέφωνο κι έστελναν τα χαιρετίσματά τους. Δυστυχώς απρόοπτα γεγονότα τον οδήγησαν σε επιδείνωση, ωστόσο δεν είχε συνείδηση, δεν πόνεσε, έφυγε ήρεμα κι αθόρυβα. Μεγάλος πόνος για εμάς. Για εκείνον όμως «χριστιανά τα τέλη της ζωής του, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα, ειρηνικά και καλήν απολογίαν…». Αν το σκεφτούμε έτσι, δεν ταλαιπωρήθηκε από πόνο και άσχημη ψυχολογία, αντιθέτως ήταν ήρεμος, υπομονετικός, αισιόδοξος και ζούσε με την ελπίδα. Και έφυγε έχοντας πάρει πολλή αγάπη.

Εν τέλει νομίζω ότι οι μήνες που νοσηλευόταν ήταν ένα διάστημα απαραίτητο για να εκπληρώσει όλα όσα ήθελε και να κλείσει εκκρεμότητες που είχε αφήσει, χωρίς ωστόσο να περιμένει το τέλος και να νιώθει το φόβο, ήρθαν όλα τόσο φυσικά. Στο διάστημα αυτό ήρθαμε πολύ κοντά, τον φροντίσαμε και του δείξαμε την αγάπη μας αλλά κι εκείνος κατάφερε να εκφραστεί συναισθηματικά απέναντί μας, πράγμα που πάντοτε τον δυσκόλευε. Επίσης, ήθελε πολύ να είναι αγαπητός και αποδεκτός και αυτό το επιβεβαίωσε απόλυτα μέσα από τις επισκέψεις, τα τηλεφωνήματα και τα χαιρετίσματα όλων. «Με αγαπάνε γιατί κατάλαβαν ότι είμαι καλός κι επειδή τους κάνω και γελάνε» έλεγε. Ακόμα και το παράπονό του που δεν κατάφερε να σπουδάσει το ικανοποίησε κατά κάποιον τρόπο, όταν λύναμε σταυρόλεξα στο νοσοκομείο και απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις αρχαίων, λατινικών και ιστορίας. Τότε του έλεγε ο κυρ-Κώστας από το απέναντι κρεβάτι «μπράβο κύριε Γιώργο, είσαι μορφωμένος!» κι εκείνος χαμογελούσε με καμάρι. Μάλιστα σε μία φάση θυμόταν στα καλά καθούμενα τα λόγια του πρύτανη Μπαμπινιώτη στην ορκωμοσία μου κι είχε συγκινηθεί. Ακόμα και για την εξωτερική ομορφιά, πάντα ήθελε να νιώθει ότι ήταν ωραίος κι ότι έδειχνε νεότερος από την ηλικία του και εντελώς τυχαία μέχρι και οι νοσοκόμες του έλεγαν συχνά «τι ωραίος άντρας που είσαι κύριε Γιώργο!».

Δυστυχώς δεν καταφέραμε να ζήσουμε την πολυπόθητη επιστροφή του στο σπίτι και στο χωριό. Υποθέτουμε ότι θα είχε ακόμα δρόμο να διανύσει μέχρι να αποκατασταθεί και δεν ξέρουμε έως ποιο σημείο θα μπορούσε να φτάσει. Σε εμάς ωστόσο ίσως αρκούσε να έχει έστω κι ένα μικρό κινητικό πρόβλημα. Σε αυτόν όμως; Πιθανόν όχι γιατί ήταν άνθρωπος χειρωνάκτης, εργατικός, της προσφοράς. Ήταν πολύ υπερήφανος για να νιώθει ανήμπορος. Ίσως βέβαια προσαρμοζόταν κι έβρισκε άλλο νόημα στη ζωή. Δεν έχει σημασία πια. Σημασία έχει να κρατήσουμε όλα εκείνα τα καλά στοιχεία του, που τουλάχιστον σε εμάς, τα παιδιά του, θέλω να πιστεύω ότι μοιράστηκαν. Εγώ ίσως πήρα την τιμιότητα, την ηθική και το φιλότιμό του και η Μαρία τη ζωντάνια, το χιούμορ και τη γενναιοδωρία του. Χρέος μας να τα διατηρήσουμε. Σίγουρα όλοι όσοι τον συναναστράφηκαν κάτι καλό έχουν να θυμούνται και ίσως να μιμούνται.

Τέλος, σημασία έχει να δεχτούμε το αναπόφευκτο γεγονός του φυσικού θανάτου κι όσοι από εμάς πιστεύουμε στην μεταθανάτια ζωή και στην ανάσταση του Κυρίου, να τρεφόμαστε με την ελπίδα ότι κάποτε όλοι μας θα ξανασυναντηθούμε με τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Πατέρα προς το παρόν έχεις τους αγαπημένους σου γονείς και πολλούς συγγενείς και φίλους. Για εμάς παραμένεις πάντα ζωντανός στην καρδιά μας και στη σκέψη μας...

* δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Το Γεφύρι» του Νοεμβρίου 2016

Νίκη Γεωργίου Κουλογεωργίου