Τον Οκτώβριο του 2009, λίγο μετά τις εθνικές εκλογές, σε ένα από τα πρώτα μου κείμενα, μιλούσα για στροφή και για «μία από τις τελευταίες ευκαιρίες που παίρνουν από την κοινωνία μας τα δύο μεγάλα κόμματα που εναλλάσσονται στην εξουσία τα τελευταία χρόνια». Αργότερα, τον Ιούνιο του 2011, έγραφα για το τέλος της μεταπολίτευσης και για το «κάτι νέο που δημιουργείται».
Τότε, το νέο που διαφαινόταν το ονόμαζαν «Αντιμεταπολίτευση». Σήμερα ονοματίζεται, από πολιτικούς αναλυτές, το παλιό με τον όρο «παλαιοκομματισμός», σημάδι πως περάσαμε τη στροφή και βρισκόμαστε σε μία νέα ευθεία, όπου η εμπιστοσύνη προς τα παλιά κόμματα κλονίζεται κι ο δικομματισμός καταρρέει.
Ο δικομματισμός δεν είναι απαραίτητα αρνητικό στοιχείο για μία κοινωνία, μιας και διαφυλάσσει τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος, εν αντιθέσει με τις κυβερνήσεις συνεργασίας. Παρά ταύτα, κατά τη διάρκεια της ελληνικής πολιτικής ιστορίας από το 1875 κι έπειτα, έχει κατακερματισθεί και (ξανα)ενδυναμωθεί ουκ ολίγες φορές. Έτσι και σήμερα, ο σύγχρονος δικομματισμός φαίνεται να τελειώνει. Το γεγονός πως ο δικομματισμός καταστρέφεται οφείλεται στα αδιέξοδα που έχει οδηγήσει και έχει οδηγηθεί η σύγχρονη πολιτική σκηνή. Έκανε τον κύκλο της και κλείνει?
Από το 2009 κι έπειτα παρακολουθήσαμε μία από τις καταστροφικότερες, ίσως την πλέον, κυβερνήσεις του τόπου να «αλλάζει» τον τόπο. Και πέραν των τότε προεκλογικών διλλημάτων να καταφέρνει και να τον αλλάξει και να τον βουλιάξει?!
Όμως πέρα από το? έργο της τότε κυβέρνησης, παρακολουθήσαμε το πολιτικό σύστημα σε πλήρη αποσύνθεση. Η αποσύνθεση αυτή ξεκίνησε δεκαετίες νωρίτερα, και με μαθηματική ακρίβεια οδηγήθηκε στο σημερινό σημείο εντονότατης σήψης. Περιπτώσεις κομματικής (α)πειθαρχίας, διαγραφών και μεταγραφών υπήρξαν αρκετές κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Σήμερα τα φαινόμενα αυτά συναντώνται συχνότερα και σε μικρό χρονικό διάστημα, γεγονός που φανερώνει το πολιτικό αδιέξοδο.
Η κομματική πειθαρχία υπερκάλυψε την ψήφο κατά συνείδηση με αποτέλεσμα να υπάρξει πληθώρα διαγραφέντων βουλευτών, που δεν ακολούθησαν την κομματική γραμμή. Οξύμωρο αποτέλεσε το γεγονός, πως από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης διεγράφησαν σε διάστημα δύο ετών αφενός βουλευτές που υπερψήφισαν το μνημόνιο και αφετέρου άλλοι που το καταψήφισαν!
Η λέξη κολοτούμπα απέκτησε χροιά σύγχρονου πολιτικού όρου. Κόμματα άλλαζαν την πολιτική τους σε μία νύχτα και από το δριμύ κατηγορώ της πολιτικής του «ΝΑΙ ΣΕ ΟΛΑ» κατέληγαν να υποστηρίζουν ενθέρμως εκείνο που μέχρι πριν μάχονταν. Πολιτικοί αρχηγοί ή βουλευτές φάσκουν και αντιφάσκουν, διαγραφέντες βουλευτές, κατόπιν δηλώσεων μετάνοιας, επέστρεφαν στην αγκαλιά του κόμματος, ενώ άλλοι μεταγράφονταν σε νέα «ομάδα».
Είχε προηγηθεί μία συγκλονιστική εβδομάδα όπου στην αρχή της ο πρώην πρωθυπουργός έκανε λόγο, παραλόγως, για δημοψήφισμα κοντεύοντας να τινάξει μονομιάς τη χώρα στον αέρα. Στη συνέχεια ανακαλύψαμε τον κοινής(;) αποδοχής πρωθυπουργό-σωτήρα, τον οποίο μάλιστα ένας εκ των αρχικών υποστηρικτών του αναρωτιόταν μεμφόμενος μερικούς μήνες πριν ποιος είναι ο κύριος! Στη συνέχεια σχηματίστηκε η πολύ-ονοματική κυβέρνηση (συνεργασίας, ιδικού σκοπού, εθνικής ενότητας, εθνικής σωτηρίας κ.τ.λ.), από την οποία λόγω δημοσκοπικής του καθίζησης αποχώρησε το ένα εκ των τριών κομμάτων που αρχικώς την είχε στηρίξει. Κι όλα τούτα σε διάστημα δύο περίπου ετών.
Κάπως έτσι οδηγηθήκαμε στη συγκυβέρνηση των δύο κομμάτων του δικομματισμού. Εκείνων που για σαράντα περίπου χρόνια αλληλοκατηγορούνταν. Μάλιστα, η αξιωματική αντιπολίτευση, για να μην απολέσει τον τίτλο της αξιωματικής καθώς και τα κοινοβουλευτικά προνόμια που απορρέουν από αυτόν, στελέχωσε την πολύ-ονοματική κυβέρνηση με εξωκοινοβουλευτικά στελέχη. Φτάσαμε έτσι στο σημείο σε δημόσιους διαλόγους και ομιλίες στη βουλή να ζούμε σκηνές απείρου κάλους, να βλέπουμε δηλαδή τους συγκυβερνώντες να κυβερνούν αντιπολιτευόμενοι ή να αντιπολιτεύονται κυβερνώντας! Κι αυτό το κάκιστης ποιότητας σενάριο επιστημονικής φαντασίες διαδραματίζεται εντόνως και ενοχλητικά και την προεκλογική περίοδο. Αρχίζω κι αναρωτιέμαι μήπως στο κούτελό μου γράφει τη λέξη ΗΛΙΘΙΟΣ;
Από αυτό το γραφέν παραλήρημα δεν είναι δυνατόν να μην μνημονευτούν τα κόμματα της αριστεράς και τα κομματίδια που ιδρύθηκαν από καπρίτσιο για πολιτική αρχηγία ή για να στεγάσουν διαγραφέντες σοσιαλιστές που δεν ήθελαν να κοιτάξουν προς τα αριστερά. Τα μεν πρώτα φέρουν ευθύνη για μία χρόνια στείρα αντιπολίτευση χωρίς κυβερνητικό σχέδιο ή πλάνο, αλλά με πρόγραμμα δήθεν ανατροπής, αποτελώντας δεκανίκια του μεταπολιτευτικού συστήματος που κατηγορούν. Τώρα, που τα ποσοστά τους βρίσκονται στα ίδια περίπου επίπεδα με εκείνα των δύο πρώην μεγάλων κομμάτων, σε ερωτήσεις του τύπου τι θα κάνετε εάν σας επιλέξει ο λαός να κυβερνήσετε, γεγονός το οποίο προφανώς απεύχονται, οι εκπρόσωποί τους σκάνε ένα πλατύ χαμόγελο αμηχανίας και απαντούν άλλα αντί άλλων. «Τι κάνεις Γιάννη»; «Κουκιά σπέρνω»! Τα δε κομματίδια πρώην πρωτοκλασάτων υπουργών ρίχνουν ευθύνες και κατηγορούν τα πρώην κόμματά τους, σα να μη διετέλεσαν ποτέ εκείνοι στελέχη πράσινων ή γαλάζιων κυβερνήσεων και να μη φέρουν οι ίδιοι μερίδιο ευθύνης. Για πόσο ΗΛΙΘΙΟΥΣ μας περνούν;
Και μέσα σε αυτό το πολιτικό χάος, οι υγιώς σκεπτόμενοι πολίτες ψάχνουν το κάτι νέο να στραφούν. Στρέφονται σε ισχυρές προσωπικότητες που τους εμπνέουν. Κι ενώ αρχικά σε ομιλίες και κινητοποιήσεις στα προπύλαια κατακεραυνώνουν τους υπαίτιους της σημερινής κατάστασης, στο τέλος κιοτεύουν και δεν αναμιγνύονται ενεργά με το πολιτικό παιχνίδι. Έτσι, αντί να προσφέρουν διεξόδους στους πολίτες μετατρέπονται σε μία ακόμη πατερίτσα του σάπιου πολιτικού συστήματος. Αρκούνται μονάχα να βγάζουν ανακοινώσεις και να καυτηριάζουν τα περί γιαουρτωμένων τραγουδιστών!
Στον αντίποδα της πολιτικής, την κοινωνία, τα πράγματα από κωμικοτραγικά γίνονται απλώς τραγικά. Και είναι εξόχως τραγικό και ανησυχητικό συνθήματα σαράντα ετών να επανέρχονται εμπλουτισμένα και να εφάπτονται στη σημερινή πραγματικότητα. Κι αυτό διότι αποδεικνύεται έτσι το πισωγύρισμα της ελληνικής κοινωνίας και η πραγματική διάσταση της σημερινής κατάστασης. Το σλόγκαν «τόση δημοκρατία είχαμε να δούμε από τη χούντα» περιγράφει λακωνικότατα την κατάσταση της Ελλάδας, αφού οι Ευρωπαίοι «φίλοι» μας σουλατσάρουν στην πατρίδα μας και κουνώντας το δάχτυλο δίνουν εντολές. Εντολές που προσκυνημένοι «ηγέτες» τρέχουν να υλοποιήσουν, ξεχνώντας πως η ιστορία γράφεται με «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ» και «ΟΧΙ», καταδικάζοντας την κοινωνία στη δυστυχία.
Έτσι το «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» επανέρχεται εμπλουτισμένο με το «η Χούντα δεν τελείωσε το ‘73», δίνοντας μια χουντική ή κατοχική διάσταση στις μέρες που βιώνουμε. Μας έκλεψαν το ψωμί, μας διέλυσαν την παιδεία, μας βιάζουν την ελευθερία. - Νοιώθω ευτυχής που ακόμα οι σκέψεις κι οι γραμμές μου τυπώνονται και διακινούνται ελεύθερα! - Και προχωρώντας παραπέρα από εκείνο το τόσο παλιό και πρόσφατο σύνθημα διαπιστώνουμε επίσης τον ευτελισμό και την καταστροφή της δημόσιας υγείας, του κράτους πρόνοιας, της διοίκησης, της ασφάλειας, των υποδομών κ.ο.κ. Η αξιοπρέπειά μας βιάζεται καθημερινά.
Καταντήσαμε μία χώρα, ένα κράτος που διαρκώς συρρικνώνεται και «παράγει» αυτόχειρες. Οι αυτοκτονίες αυξάνονται καθημερινά και πλέον χαρακτηρίζονται ως πολιτικές. Παρά ταύτα, οι πολιτικοί απαξιούν για την κοινωνική κατάντια και το δείχνουν εμπράκτως χρηματοδοτώντας, εν μέσω οικονομικής κρίσης, τα κόμματά τους με 10 εκατομμύρια ευρώ για τον προεκλογικό τους αγώνα. Την ίδια ώρα η επαιτεία αυξάνεται, οι άνθρωποι ψάχνουν την τροφή τους στα σκουπίδια, η Αθήνα μετατρέπετε σε πόλη αστέγων και πτωμάτων και τα χρέη βάζουν θηλιές ή πατούν σκανδάλες.
Καιρός να πούμε εμείς το «φτάνει πια». Και πρέπει να το πούμε με την ύψιστη πολιτική πράξη? την ψήφο μας. Το παιχνίδι τελειώνει και η τελευταία κίνηση βρίσκεται στο χέρι μας. Απομένει να φανεί ποιος θα βρίσκεται στη μεριά του νικητή και ποιος στου ηττημένου καθώς η οθόνη θα προβάλει το GAME OVER?
Νίκος Ι. Καρμοίρης