«Η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σα Λαός. Κάναμε το κύκλο μας. Δεν ξέρω πόσες χιλιάδες χρόνια ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα... Και πεθαίνουμε. Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, να πεθάνει γρήγορα, γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο?»*.
Η Ελλάδα πεθαίνει; Πότε πεθαίνει μια χώρα, ένας Λαός; Ξαφνικά, ακαριαία ή χρόνια με τα χρόνια, ανεπαίσθητα; Ο Δημήτρης Χορν είπε κάποτε: «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, μονίμως ψυχορραγεί!».
Η χώρα όμως πεθαίνει κάθε μέρα, στους δρόμους, στα φανάρια, στα χαρτόκουτα, στα παγκάκια, μέσα μας? Πεθαίνει ακαριαία όταν φεύγουν άνθρωποι δυσαναπλήρωτοι από πολιτισμικής και ηθικής πλευράς. «Τώρα που τρέχουμε όλοι μας, σταμάτησε εκείνος?», είπαν για το Θανάση Βέγγο. Δεν ήταν μόνο ο Βέγγος που «δραπέτευσε»? Σαν να μην άντεξαν τούτη την φθορά και την ηθική σήψη, που άρχισαν εντόνως να φαίνονται, έφυγαν μαζικά τα τελευταία χρόνια προσωπικότητες όπως ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Ευγένιος Σπαθάρης, ο Νίκος Παπάζογλου, ο Μανώλης Ρασούλης, ο Βασίλης Τσιβιλίκας, ο Μιχάλης Κακογιάννης, η Σμαρούλα Γιούλη, ο Σπύρος Καλογήρου, η Τασσώ Καββαδία, η Άννα Καλουτά, ο Γιώργος Φούντας, η Δούκισσα, ο Ανδρέας Βουτσινάς, η Δόμνα Σαμίου, ο Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης...
Ο Μαγκάκης, μάλιστα, στο τελευταίο του ιδιόχειρο σημείωμα έγραψε χαρακτηριστικά: «Σαλπάρω ήρεμος για τον άλλο κόσμο. Αυτόν που αφήνω πίσω μου σίγουρα δεν είναι πια η Ελλάδα μου. Αυτός είναι άλλος τόπος με ανθρώπους άλλης φυλής. Δεν με αφορούν. Τι θέλω εγώ ανάμεσά τους; Να ‘στε όλοι καλά. - Στον τάφο μου να γράψετε: Αντιστάθηκε το 1941-1944 στη ναζιστική κατοχή, το 1967-1974 στη στρατιωτική δικτατορία και το 1989-1996 στην ηθική σήψη. Μετά, στην πλημμύρα του άνοου, δεν υπάρχει αντίσταση και το μετά από την πλημμύρα αυτή δεν υπάρχει πια».
Πολλές φορές συνηθίζουμε να ταυτιζόμαστε ή να ταυτίζουμε προσωπικότητες με καταστάσεις. Ταυτίζουμε το πρόσωπό τους με το θέατρο, την παράδοση, την πολιτική, το τραγούδι, τον εαυτό μας? Όμως πέρα από τις τέχνες, τα γράμματα, τον στοχασμό, κάθε φορά που «φεύγει» μία σπουδαία προσωπικότητα η Ελλάδα γίνετε πιο φτωχή? πεθαίνει. Όχι γιατί το πολιτισμικό κενό αναπληρώνετε δύσκολά - ή καθόλου, αλλά διότι χάνεται η Ελλάδα, η «φτωχή» εκείνη Ελλάδα, που δημιούργησε στηριζόμενη, κατά βάση, σε αρχές, ήθος, αξιοπρέπεια και παρήγαγε «πλούτο». Πλούτος που αν δεν επιδιώξουμε να κερδίσουμε θα μείνουμε ασάλευτοι με το «άνοο» και την «ηθική σήψη», «ανάμεσα σε σπασμένες πέτρες και αγάλματα»...
«Όποιος δεν έχει δει ανθρώπους να πεθαίνουν σφυροκοπημένοι από αόρατο χέρι στους δρόμους δεν μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει και τι είναι ο θάνατος μιας χώρας. Μα και να αντικρίζεις το σύσσωμο θάνατο μιας κοινωνίας ισοδυναμεί με το να εξαντλείς ολόκληρη την ζωή. Τη ζωή της μέρας όμως? Όλες αυτές τις θυσίες και τα έργα και το χρυσό φως της μέρας. Γιατί πίσω από το φως της μέρας κρύβεται η ζωή της νύχτας? Οι σκοτεινές επιθυμίες και τα παράνομα σχέδια, οι πράξεις ενάντια στο καθεστώς και σ’ όλα όσα θεωρούνται δεδομένα, η καταστροφική δύναμη της διασάλευσης των κοινωνικών πλαισίων, οι κραυγές της μανίας και της τρέλας? Κανένας δεν μπορεί να καταλάβει το τέλος μιας κοινωνίας αν δεν καταλάβει πρώτα την Ιστορία της νύχτας της? Η Χώρα, εκτός από τα εχθρικά στρατεύματα και τα αντικρουόμενα οικονομικά συμφέροντα είναι περικυκλωμένη και από το άυλο αλλά ανθεκτικό πλέγμα φρικιαστικών διαταραχών των κατοίκων της. Τώρα πια, όλοι αυτοί έχουν δει με τα ίδια τους τα μάτια το σάπιο μεδούλι μες στα κόκκαλα της γης τους. Το μεδούλι της Χώρας σάπισε? Μισώ αυτή την Χώρα? Μου έφαγε τα σπλάχνα. Εγώ δε θέλω να είμαι μια Χώρα. Δεν είμαι πια άνθρωπος. Ούτε και εσύ πια είσαι άνθρωπος. Μας τα πήρε όλα αυτή? Τι θα μείνει όμως από αυτήν όταν πια δεν θα έχει μείνει τίποτα από εμάς; Το σώμα μου έχει πάρει τις διαστάσεις της. Έχω μέσα μου την μοίρα της. Πεθαίνω σαν Χώρα»**.
Πέρα από τον ξαφνικό θάνατο, η Ελλάδα συχνά ψυχορραγεί, είτε σαν εξαρτημένος ναρκομανής σε ένα παγκάκι, είτε διασωληνομένη στην εντατική περιτριγυρισμένη από «εταίρους» ιατρούς! Η κρίση, λένε, είναι κυρίως οικονομική. Διαφωνώ οριζοντίως και καθέτως? Είναι πρωτίστως ηθική, πολιτισμική, κρίση ταυτότητας, αξιών, ιδανικών, παιδείας? Μπολιαστήκαμε από ένα «παγκοσμιοποιημένο» δηλητήριο, χάσαμε την κρίση μας, την κριτική μας ικανότητα, αφήσαμε το «άνοο» να βασιλέψει, δημιουργήσαμε μία «δήθεν» κοινωνία και μάθαμε να ζούμε εντός της αποστασιοποιούμενοι σιγά σιγά, ανεπαίσθητα από το παρελθόν, την Ιστορία μας, την κουλτούρα μας, το φιλότιμό μας? Κι ο θάνατος έρχεται ψυχορραγώντας σε ένα παγκάκι, κι ας συνεχίζεται - ή συνεχιστεί - η οικονομική διασωλήνωση της χώρας.
Η Ελλάδα πεθαίνει? Κι εμείς; Εμείς τί κάνουμε για να αποτρέψουμε το μοιραίο γεγονός; Πότε θα μπήξουμε βαθιά το χέρι μέσα μας να ξεριζώσουμε ό,τι έχει φυτρώσει από αυτό το μπόλιασμα; Να στρέψουμε το βλέμμα αλλού και να αναζητήσουμε, μπας και βρούμε, την άλλη Ελλάδα;
Η Ελλάδα πεθαίνει. Απαισιόδοξος τίτλος, απαισιόδοξο κείμενο. Ίσως η κρίση γεννά και σκορπίζει γύρω μας απαισιοδοξία? Η σκέψη, όμως, και η κριτική ματιά το αντίθετο! Ένα οξύμωρο κράμα παλεύει εντός μας. Σημείο των καιρών! Απαισιοδοξία-αισιοδοξία, χάος-ευρυθμία, σπασμωδικότητα-υπομονή, παραίτηση-επιμονή, απελπισία-ελπίδα, οργή-δημιουργία, μαύρο-άσπρο? Μαύρο για την κατάσταση της χώρας, την οικονομία, την ηθική ένδεια, το μεγάλο φαγοπότι, το «δήθεν» τρόπο ζωής, τις προσβολές, την κατήφεια, την εξαθλίωση, το «πολιτικό» θράσος? Άσπρο για το παρελθόν και την Ιστορία μας, την επιστροφή στις ρίζες, στη ζωή, στην αξιοπρεπή φτώχεια μας, στον πολιτισμικό μας πλούτο, στο «όπα» του Ζορμπά, στην αλμύρα της θάλασσας, στο φιλότιμο και την αλληλεγγύη, στη συνεργασία?
Η... κρίση είναι η ευκαιρία μας. Μη συμβιβαστούμε στο γκρι!
Καλή σας σκέψη?
Νίκος Ι. Καρμοίρης