Δε θέλουν? δε μπορούν

Απέφευγα τις συνελεύσεις στη σχολή όπως ο? διάολος το λιβάνι! Την πρώτη φορά (και τελευταία ? μέχρι πρότινος) που βρέθηκα σε συνέλευση της Φιλοσοφικής ήταν στο πρώτο έτος μου σα φοιτητής. Όταν μπήκα στο μεγάλο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής νόμισα πως δεν είχαν ανακαλύψει ακόμη τον προφορικό λόγο! Πως αλλιώς να εξηγήσει κανείς πως επικοινωνούσαν με σήματα καπνού! Μεγαλώνοντας κατάλαβα πως δεν είχαν μάθει να σέβονται τον μη καπνιστή ή ακόμη κι εκείνους τους λίγους που είχαν μάθει να τον σέβονται!

Πέρασαν περίπου τέσσερα χρόνια από όταν πήρα την απόφαση να ξαναπάω σε συνέλευση της σχολής. Κι αυτό για να είμαι ένας ψήφος συν υπέρ του αιτήματος για ανοικτή σχολή. Κι αυτό διότι πίστευα και πιστεύω πως οι αγώνες γίνονται με ανοιχτές σχολές (και σχολεία!). Δε θα επεκταθώ περαιτέρω μιας και τις σκέψεις μου τις ανέλυσα στο προηγούμενο κείμενό μου.

Στο προηγούμενο κείμενο, λοιπόν, γραμμένο μία μέρα πριν ξαναβρεθώ και παρακολουθήσω μία από τις πολλές συνελεύσεις τις σχολής, διερωτόμουν κλείνοντας: «[?]Μπορούν οι κομματικές παρατάξεις να απογαλακτιστούν και να οργανώσουν έναν τέτοιου είδους (σ.σ.: κοινό, μαζικό) αγώνα, ώστε επιτέλους να μετατραπούν σε φοιτητικές παρατάξεις, έχοντας στο πλευρό τους τούς φοιτητές; Το ερώτημα δεν είναι αν μπορούν, αλλά εάν θέλουν? Θέλουν;»

Δυστυχώς ούτε θέλουν, ούτε μπορούν! Ύστερα από τέσσερα χρόνια συνάντησα ακριβώς το ίδιο σκηνικό. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου? Φοιτητές, στρατιώτες των παρατάξεων, που έβαζαν την κασέτα και ξεκινούσαν να λεν’ το ποίημα. Αδιαφορώντας αν τους ακούν, αδιαφορώντας για διάλογο, αδιαφορώντας για ανταλλαγή απόψεων. Ουφ! Βγάλτε τις παλιές κασέτες, βάλτε νέες, άδειες και πατήστε το RECORD!

Ουφ! Με έπιασε το κεφάλι μου από τη φασαρία! Βγήκα έξω να πάρω τον αέρα μου. Ήταν σα να άκουγα ταυτόχρονα τον Παπανδρέου, το Σαμαρά, την Παπαρήγα, τον Τσίπρα, τον Καρατζαφέρη (και μερικούς πιο κόκκινους από την Αλέκα!)?

Το παζλ των συνελεύσεων συντίθεται από έναν φοιτητή-ομιλητή, που φωνάζει αντί να μιλάει, και μερικές εκατοντάδες φοιτητές-ακροατές(που πλησιάζουν ή ξεπερνούν τους χίλιους) που κάνουν φασαρία, είτε σχολιάζοντας, είτε διαφωνώντας, είτε μιλώντας για άσχετα θέματα, είτε? είτε? είτε? Η ατμόσφαιρα σε αρκετές περιπτώσεις μυρίζει μπαρούτι, ενώ σε κάμποσες στιγμές αποφεύγονται χειροδικίες και καυγάδες με τις επεμβάσεις ψυχραιμοτέρων. Οι συνελεύσεις διέπονται επίσης από απεριόριστη δημοκρατικότητα! Χαρακτηριστικό είναι τόσο το παράδειγμα που ακολουθεί, όσο και το γεγονός πως επιδιώκεται η ψήφιση των πλαισίων (σ.σ.: των παραταξιακών προτάσεων) να γίνεται δια ανατάσεως της χειρός(!), γεγονός που ύστερα από τις έντονες αντιδράσεις που δημιουργούνται συνήθως αλλάζει.

Όταν μπήκα, λοιπόν, ξανά στο αμφιθέατρο μου φάνηκε σα να επικρατούσε άλλο κλίμα. Στο βήμα βρισκόταν ένας φοιτητής που εκ πρώτης όψεως νόμιζες πως παρουσίαζε stand up comedy (σ.σ.: είδος κωμικής-σατιρικής υποκριτικής τέχνης)! Η αλήθεια είναι πως δε διέφερε και πολύ! Αν και ήταν υπέρ της κατάληψης, παρουσίασε την κατάσταση όπως ακριβώς έχει κι όχι ιδεατά όπως προσπαθούσε ο κάθε κομματικός από τη μεριά του. Καυτηρίασε την στάση των κομματικών από αριστερά προς δεξιά και τούμπαλιν και παρομοίωσε τις συνελεύσεις με πανηγύρια. Καυτηρίασε την κατάσταση στα Πανεπιστήμια, δίχως προσβολές και ύβρις με έναν ιδιαίτερο, σαρκαστικό και συνάμα? επιθεωρητικό τρόπο, ενώ παράλληλα ζήτησε από τις κομματικές παρατάξεις να συμπράξουν και να αγωνιστούν μαζικά! Αν και ήταν υπέρ της κατάληψης οι κομματικοί, και κυρίως οι υπέρ εκείνης, δεν του επέτρεψαν να μιλήσει και να ολοκληρώσει τις σκέψεις του, τον σήκωσαν και τον απομάκρυναν από το βήμα, εν τέλει του αφαίρεσαν το λόγο. Οι αλήθειες πονάνε, ε; Ή ακόμη κι αν δεν πονούν δεν είναι ωραίο να ακούγονται?

Αν και ήταν υπέρ της κατάληψης (κι εγώ κατά) ήταν ο μόνος που χειροκρότησα κι αυτό διότι είχε το θάρρος να πει τα πράγματα ως έχουν απαλλαγμένος από παρωπίδες, γιατί ήταν ο μόνος που έκανε διάλογο, ο μόνος που μιλούσε αντί να φωνάζει σαν τους προηγηθέντες ομιλητές. Ο μόνος που ό,τι υποστήριζε ήταν δικό του και όχι κάποια κομματική γραμμή. Κι ας είχαμε διαφορετική αντίληψη του τρόπου αγώνα ήταν ο μόνος που άξιζε χειροκροτήματος. Παρά ταύτα ήταν ο μόνος που προπηλακίστηκε!

Όταν η κατάσταση επανήλθε στους «φυσιολογικούς» της ρυθμούς άκουσα, μεταξύ άλλων, αριστερές συνιστώσες αντί να προσπαθούν να προτείνουν λύσεις στα προβλήματα των φοιτητών, να τσακώνονται και να λογομαχούν για το εάν ή όχι επιτρεπόταν να πωλείται ο Ριζοσπάστης στις καταλήψεις!!! Τούτο ήταν και η αφορμή της διαπίστωσης. Με ένα πικρό μειδίαμα σκέφτηκα πως ούτε θέλουν, ούτε μπορούν?

Αρκετές φορές αναλογίστηκα πως το Πανεπιστήμιο είναι μία από τις μικρογραφίες της κοινωνίας μας, προσπαθώντας να εξηγήσω το δυσεξήγητο γιατί η κοινωνία μας λειτουργεί όπως (δυσ)λειτουργεί και γιατί οδεύει σε δρόμο με σήμανση αδιεξόδου. Δεν γνωρίζω αν ο λαός μας διέπεται από πολιτικό πολιτισμό, στις συνελεύσεις της Φιλοσοφικής όμως δεν υπάρχει ούτε για δείγμα.

Προσπαθώντας να διασκεδάσω την κατάσταση η φοιτητική αυτή συνέλευση μου έφερνε στο μυαλό σκηνές από τα δύο αγαπημένα μου κόμικς. Αφ’ ενός θύμιζε καυγά σε σαλούν της άγριας δύσης του Λούκυ Λουκ, κι αφ’ ετέρου τους τσακωμούς στο χωριό του Αστερίξ. Βέβαια, στο «μικρό γαλατικό χωριό» σε δύσκολες κι επικίνδυνες στιγμές οι διαφορές παραμερίζονταν κι ο αγώνας ήταν κοινός και μαζικός?

Στο... μικρό ελληνικό «χωριό» τι κάνουμε;

Υ.Γ.: Τώρα που οι καταλήψεις σταμάτησαν και άνοιξαν πάλι οι σχολές, δε θυμάμαι να άκουσα κάπου πως καταργήθηκε ο νόμος Διαμαντοπούλου για τα Πανεπιστήμια. Τι έγινε ρε παιδιά; Τελείωσε ο «αγώνας»;

Νίκος Ι. Καρμοίρης