Όταν ο «αγρότης μείνει μόνος και ψάχνει» μέσω της τηλεόρασης, όταν «για λογαριασμό μας» κάθε οικονομικό πρόβλημα λυθεί μέσω του ίδιου μέσου, όταν ο έρωτας πριν περάσει από το στομάχι έχει κάνει τη βόλτα του από την TV, όταν ο «εφιάλτης στην κουζίνα» μας παρέλθει με τη βοήθεια ενός τηλε-μάγειρα (όταν?, όταν?,) τότε ή στραβός είναι ο γιαλός, ή στραβά αρμενίζουμε, ή και τα δύο μαζί!
Η λέξη ριάλιτι έκανε την εμφάνισή της στο λεξιλόγιο, αλλά και στην καθημερινότητα του μέσου Έλληνα το 2001 όταν για κάποιους μήνες ξυπνάγαμε, τρώγαμε, πίναμε καφέ, πηγαίναμε προς νερού μας(!), κλαίγαμε, γελούσαμε και κοιμόμασταν παρέα με κάτι νεαρούς και κάποιες κοπέλες που είχαν κλειστεί σε ένα σπίτι και το μάτι του «μεγάλου αδερφού» (Big Brother) τους παρακολουθούσε παρέα με κάμποσα εκατομμύρια ζευγάρια ελληνικών ματιών. Μάλιστα, ο νέος χρόνος τότε, αντί να μας βρει να παίζουμε «τριανταένα», να μετράμε αντίστροφα και να ασπαζόμαστε ο ένας τον άλλον στην πρωτοχρονιάτικη συγκέντρωση, μας είχε βρει να παρακολουθούμε - τρώγοντας από την αγωνία τα νύχια μας - το ποιος θα αναδειχθεί νικητής του πρωτόγνωρου αυτού τηλε-παιχνιδιού και να ακούμε τον παρουσιαστή του να μετράει αντίστροφα τα δευτερόλεπτα, πράγμα που άλλες χρονιές κάναμε όλοι οι παραβρισκόμενοι μαζί? (και ευτυχώς ακόμα έτσι συνεχίζουμε να υποδεχόμαστε το νέο έτος, μαζί!)
Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα. Ήταν ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, που ξαφνικά η ζωή του και η -κεκλεισμένων των θυρών- καθημερινότητά του για λίγους μήνες γινόταν σήριαλ. Όμως εκείνη τη χρονιά, προτού καλά-καλά το συνειδητοποιήσουμε, αυτού το τύπου οι «αμερικανιές» μπήκαν στη ζωή μας και εξελίχθηκαν σταδιακά ώστε να προσαρμοστούν επάνω μας, να αφορούν τις ανάγκες μας, να κοπούν και να ραφτούν στα μέτρα μας.
Ο «πιθηκισμός» που μας διακρίνει, η τυφλή, δηλαδή, μίμηση και αναπαραγωγή ξένων προς τα εμάς συνηθειών, βοήθησε το ριάλιτι να ριζώσει στην ελληνική τηλεόραση. Σε συνδυασμό με τον «ωχαδερφισμό» που διακατέχει τον Νεοέλληνα, δηλαδή το «Ωχ αδερφέ, δε βαριέσαι; να πετύχω το σκοπό μου (ακούραστα και αβασάνιστα) κι ας γίνω και ρεδίκολο βρε παιδί μου?!» , παραχώρησε πρόσφορο έδαφος στα μεγάλα κεφάλια που ελέγχουν το μέσο που λέγεται τηλεόραση. Έτσι, η αδιαφορία του κράτους να βοηθήσει τους έχοντες ανάγκη, σε συνδυασμό με την έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας, ώθησε τους ανθρώπους αυτούς στο να βγουν στο γυαλί, μπας και ακουστεί η φωνή τους. Σταδιακά και εκμεταλλευόμενες τις συνθήκες, εκπομπές και ειδήσεις λούστηκαν με λίγο άρωμα από ριάλιτι. Ταυτόχρονα, η αδυναμία και η ανικανότητα του καθενός μεταμόρφωσε τα ριάλιτι παιγνίδια. Έτσι, από ένα απλό και αδιάφορο show, που στο τέλος ο νικητής θα έπαιρνε ένα χρηματικό ποσό, οδηγηθήκαμε σε μια πλειάδα καθημερινών τέτοιου είδους παιγνιδιών, που θα σου βρουν σύντροφο, θα σου ανοίξουν καλλιτεχνικούς δρόμους, σπαρμένους με δισκογραφικά συμβόλαια, θα σου νοικοκυρέψουν τα οικονομικά, θα σου μαγειρέψουν και θα σου πλύνουν την κουζίνα, θα?, θα?, θα?, θα κάνουν ό,τι χρειαστείς, αρκεί βεβαίως να ξεφτιλιστείς.
Το όλο αυτό σκηνικό δείχνει την κατάντια (ενός μέρους) της σύγχρονης ? όχι μόνο ελληνικής ? κοινωνίας. Από τη μία μεριά, άτομα που έχουν την δύναμη να σε βοηθήσουν, θα σε εκμεταλλευτούν για να κερδίσουν από εσένα τηλεθέαση, δηλαδή λεφτά. Από την απέναντι μεριά, άτομα ανίκανα να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους, αδιάφορα που περιμένουν τον οποιονδήποτε μεσσία να βάλει μια τάξη στο μαγαζί τους και άλλα που δείχνουν στην πράξη πως πλέον οι σχέσεις μεταξύ ανθρώπων έχουν γίνει δύσκολες και πολύπλοκες και περιμένουν την τηλε-προξενήτρα να βάλει ένα χεράκι.
Τα εν οίκω μη εν δήμω; Δε βαριέσαι βρ’ αδερφέ; Δεν υπάρχουν στις μέρες μας ανθρώπινη αξιοπρέπεια, υπόληψη, προσωπικότητα?!
Νίκος Καρμοίρης
*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Λακωνικός Τύπος» την Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2009